an end has a start *

ds1-start-finish-line

 

 

Οι επιθυμίες μ’ έδωσαν τ’ ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτές δεν θάβγαινα στον δρόμο.

Κι αν πτωχικούς τους βρίσκω, οι «απολογισμοί» μου δεν με γέλασαν.

Έτσι σοφός που έγινα, με τόση πείρα, του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μου.

Μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες δεν θα μπω.

Μα όταν κτίζουνε τα τείχη θα προσέχω. Δεν θα κλειστώ από τον κόσμον έξω.

Μέχρι μια Κυριακή, στις δέκα το πρωί ανάμεσα σε ωραία λουλούδια κι άσπρα να πω: “Εδώ ας σταθώ! ” . Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά τα «θέλω» μαζωμένα.

Μονάχα να προλάβω να ειπώ σ΄αυτούς που αγαπώ

– πριν μας αλλάξει ο χρόνος-

πως τις μέρες μου μαζί τους της απήλαυσα.

Kάποτε έγραφα «απολογισμούς» και «θέλω». Το ‘κανα πολλές φορές. Για τη χρονιά που ξεψυχούσε μα και για κείνη που πρόβαρε τα καλά της, για το πρώτο συναπάντημα. Ευτυχώς δεν τιμωρήθηκα – ούτε από τον ποιητή, μήτε από τον Tom Smith *  – για την τόση μου αυθάδεια.

όλος ο ΕΟΠΥΥ σε μια νύχτα

napoli_salami5.limghandler

 

 

«Κράτηση κάνατε;». «Δεν κάναμε». «Ελάτε μαζί μου». Πάμε μαζί της. Ήταν ένα και ογδόντα, λίγο φοβιστική, το βάψιμό της σαν-Τζάκσον Πόλλοκ, η φωνή της ήταν Τομ Γουέιτς (χωρίς σαν), τα μπράτσα της (αμάνικο φορούσε) σαν-αντρικά. Καλά ξεκινήσαμε, για “χωρίς κράτηση”.

Ζεστά ήταν, η μουσική ακουγόταν δυνατά και η ηχητική του χώρου ήταν άθλια, το τραπέζι ήταν σαν μεγάλο σκαμπώ αλλά αυτά έχουν τα all day bar café lounge κλπ, ο κόσμος τριγύρω πιο αδιάφορος και πιο φωνακλάς -εξ ανάγκης- κι από την μουσική, μια χαρά όλα. Να γυρνάς σπίτι μετά και να ψάχνεις απεγνωσμένος το κινητό του ωριλά σου.

Παραγγείλαμε στην φοβιστική ένα κρασί, δεν το είχαν. «Όλοι αυτό ζητούσαν σήμερα, κι εσείς το ίδιο τώρα, πριν δέκα λεπτά έδωσα το τελευταίο». Κανένα πρόβλημα καλή μου, χίλια συγγνώμη, ζητήσαμε άλλο ρωτώντας αν υπάρχει και δεύτερο μπουκάλι για το τσακίρ κέφι. Μόνο ένα είχε. «Νομίζω». Προστατευόμενο είδος, σαν την καρώ ζέβρα ξερωγώ. Είπαμε «εντάξει, φέρτε αυτό και πάμε για άλλο μετά». Είπε «να σιγουρευτώ πρώτα αν υπάρχει». Πήγε και ξανάρθε μετά από πέντε λεπτά, υπήρχε η καρώ ζέβρα. Μια.

Ζητήσαμε ένα «πιάτο αλλαντικών-τυριών» (το ξαναζήσαμε σε αμέτρητες θλιβερές παραλλαγές αυτό το πιάτο σοκ, ήμασταν προετοιμασμένοι για όλα) και ένα «ζεστών ορεκτικών». Τουτέστιν τέσσερα σπρινγκ ρολς λαχανικών και τέσσερα πουγκάκια με κοτόπουλο. So be it.

«Αυτά;» ρώτησε. «Ναι» είπαμε. «Κάποια σαλάτα, μήπως;». «Όχι» είπαμε.  Ήταν που ήταν είναι ευερέθιστο το έντερό μας, του ‘δωσες την χαριστική βολή εσύ, δεν το είπαμε όμως, μη φάμε καμιά μπούφλα πάνω που χαλαρώσαμε.

Επιστρέφει σε πέντε λεπτά. Ταρίφα τα πεντάλεπτα. «Δυστυχώς μας τελείωσαν τα ‘ζεστά ορεκτικά’, όλοι αυτά ζητούσαν σήμερα, πριν πέντε λεπτά δώσαμε το τελευταίο πιάτο». Κοιταζόμαστε οι τέσσερις, θέλουμε να γελάσουμε, θέλουμε να θυμώσουμε, θέλουμε να πούμε διάφορα, αλλά η αυτοσυγκράτησή μας είναι υπόδειγμα ακόμη και για υπέργηρο Σαολίν.

«Φέρτε μας πάλι τη λίστα με τα πιάτα να διαλέξουμε κάτι άλλο».

Δεν έχει τίποτε να διαλέξεις. Ούτε για pasta είμαστε, ούτε για πρασινάδες ραντισμένες με μπαλσάμικα, παπαρουνόσπορους και μέλια, στο «λουκουμάδες ψιλοκομμένου βοδινού γεμιστοί με λιαστή τομάτα και pesto μαϊντανού» γελάσαμε κρυφά γιατί κι εμείς με κεφτεδάκια μεγαλώσαμε, όταν φτάσαμε στο «καρπάτσιο σολωμού με κάπαρη Αιγαίου και ξύσμα λεμονιού» δεν άντεξε η μία, κάγχασε και  ετοιμάστηκε να επιτεθεί ρωτώντας «ποιός τον γράφει τον κατάλογο;» αλλά την συνεφέραμε γρήγορα γιατί ξέρουμε τι γίνεται κάθε Σάββατο βράδυ στα Επείγοντα.

«Βρήκατε κάτι;».

«Όχι, φέρτε ένα πιάτο αλλαντικών και ένα μόνο τυριών και είμαστε οκ».

«Το ριζότο σπέσιαλ δεν θα θέλατε να το δοκιμάσετε;».

«Δεν θα θέλαμε». Η μια σαολίν έσπασε και αντιμίλησε, χλωμιάσαμε οι άλλοι τρεις αλλά ευτυχώς δεν είχαμε χειρότερα.

«Εντάξει». Πήρε τις κάρτες, έφυγε. Ξεφυσήξαμε ανακουφισμένοι, ζούσαμε στα άκρα πλέον. Και τότε ήταν που παρατηρήσαμε ότι δεν υπήρχε τραπέζι που να μην έχει δυο και τρία πακέτα τσιγάρα πάνω του. Σε δυο είδα και πούρα. Να μείνεις τρεις ώρες δηλαδή εκεί μέσα και φεύγοντας να ψάχνεις να βρεις το κινητό του πνευμονολόγου σου.

Έπαιζε Σίμπλι Ρεντ. Δηλαδή αυτοί πως και δεν τέλειωσαν; Νταξ.

Πίνουμε νερό περιμένοντας. Αυτό δεν τους τέλειωσε. Αν και τους έχω ικανούς.

Έρχεται με το κρασί. Ανοιγμένο, ήδη. Πάει να βάλει στο ένα ποτήρι. Σπάει και ο άλλος σαολίν, τόση τόλμη ρε πούστη μου, κατατρόμαξα, βάζει το χέρι του πάνω στο στόμιο του ποτηριού. «Γιατί είναι ανοιγμένο;». «Τώρα το άνοιξα, πριν το φέρω στο τραπέζι». «Τα κρασιά ανοίγουν στο τραπέζι, όχι πριν το τραπέζι». Πάνε οι σαολίν, γίναμε νίντζα, γιακούζα, κάτι που δεν έχει καταπιεί μισό κιλό xanax τέλος πάντων. Μας κοιτάζει λίγο απορημένη, λίγο αμήχανη, λίγο ενοχλημένη, σε mode “με τι μαλάκες έμπλεξα’’ αλλά when the going gets tough και τα λοιπά, μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει ηρωικά αλλά και πάλι το ξανασκεφτόμαστε, έχεις δει Επείγοντα το σαββατόβραδο;

«Θέλετε να ανοίξω άλλο;», σκοτεινιασμένη.

«Μα δεν έχετε δεύτερο», την καλμάρουμε.

«Να ξαναδώ, μήπως», μας δουλεύει.

Τι ευερέθιστο έντερο μου λες, κατευθείαν σε Crohn πήγαμε. Μέσα σε λιγότερη από μισή ώρα. Ιατρικά συγγράμματα και μαλακίες. Να βγαίνεις να χαρείς και να ψάχνεις το κινητό του γαστρεντερολόγου σου.

«Όχι, αφήστε το»

Το αφήνει.

«Να σας φέρω σαμπανιέρα».

Έπαιζε αυτά τα Τζένη Βάνου με μπλιμπλίκια. Ουφ.

Φέρνει. Και αφήνει τον κουβά με τα παγάκια πάνω στο κέντρο του τραπεζιού. Όπως σε Πάολα. Αλλά εκεί αφήναν το Τσόνι και το Τσίβας στο κέντρο, όχι έναν κουβά που χωράει νεογέννητο. Σαμπανιέρα κολυμπήθρα. Ο ένας πρώην σαολίν σκύβει και κοιτάζει μέσα, να σιγουρευτεί -λέει- ότι δεν ξέχασε κάτι ο παπάς. Κρατιέμαι να μην μου βγει το γέλιο απ’ τα ρουθούνια γιατί ξινό θα βγει.

«Συγγνώμη αλλά τα βοηθητικά τραπεζάκια μας τέλειωσαν, θα ψάξω να βρω ένα από κάπου που δεν το χρειάζονται και θα το φέρω».

Δεν είναι πρέπον να επιτίθεσαι στην εργαζόμενη τάξη, δικό της αίμα είμαστε κι εμείς, ρισκάρουμε και τη γνάθο μας μα πόσα sold out να αντέξεις;

«Ελπίζουμε αν φεύγοντας διαπιστώσουμε ότι τα ευρώ μας τελείωσαν, να έχετε την καλοσύνη να μας αφήσετε να φύγουμε και να βρούμε από κανένα ΑΤΜ που δεν τα χρειάζεται και να τα φέρουμε».

Τι είπες τώρα ρε, επιστήμονας άνθρωπος. Και πάρκαρα στου διαόλου τη μάνα, πώς κουβαλάς αναίσθητο άντρα ενενηνταπέντε κιλά ως εκεί;

Μας κοιτάζει ανέκφραστη. Σίγουρα έχει αλλάξει mode, πέρασε από το «με τι μαλάκες έμπλεξα» στο «πάτε στα σπίτια σας γαμώ το ξεσταύρι μου να κάνω ένα μεροκάματο χωρίς να φτύσω αίμα».

Της λέμε -για να την ηρεμήσουμε- εντάξει, δεν πειράζει, να μην ενοχλείται, αν βρει βοηθητικό τραπεζάκι ας μας το φέρει αν έχει την καλοσύνη αλλά μέχρι να βρεθεί αυτό το γαμημένο το τραπεζάκι (το γαμημένο δεν το είπαμε, έμεινε αλυσοδεμένο στο μυαλό μας) να μη μας φέρει κανένα πιάτο γιατί δεν υπάρχει χώρος ούτε για πηρούνι στο τραπέζι και πάει πολύς καιρός πια που τρώγαμε με τα πιάτα ακουμπισμένα στα πόδια μας και ξεσυνηθίσαμε.

Θα το τρώγαμε το κεφάλι μας. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην χτυπήσουμε κάρτα στα Επείγοντα.

Δεν εκτίμησε το χιούμορ μας. Τυφλός να ήσουν θα το καταλάβαινες. Το παραρισκάραμε κι εμείς όμως. Δηλαδή καλύτερα στο δρόμο για το Κ2 με χιονοθύελλα παρά τόση αποκοτιά.

Έπαιζε Στινγκ. Boring αλλά νταξ. Δεν πέθανε αυτός;

Σε δέκα λεπτά βρέθηκε βοηθητικό τραπεζάκι -λάφυρο από τραπέζι που άδειασε- και βάλαμε πάνω του την κολυμπήθρα κι έτσι μπορούσαμε να βλέπουμε ξανά ο ένας τον άλλον. Το κρασί είχε μείνει μισό. Η υπομονή μας άφαντη. Ευτυχώς την είδαμε να έρχεται με τα πιάτα.

Στο ένα είχε τέσσερις φέτες σαν-προσιούτο, τέσσερις μικρές ροδέλες τσορίθο, τέσσερα μικρά λουκανικάκια σαν-Φρανκφούρτης τρεις φέτες παστράμι και τρεις σαν-φέτες σαλάμι αέρος. Οι τέταρτες φέτες θα τους τέλειωσαν, πριν δέκα λεπτά. Στη μέση τρία ντοματίνια. Και τρία κριτσίνια. Μάλλον δεν θα τους τέλειωσαν αλλά μας έστελναν μηνύματα. «Φάτε τα τρία μας». ΟΚ.

Στο πιάτο τυριών είχε δυο ξερά σύκα στη μέση και έναν χουρμά. Σύνολο τρία. Πάνω τους είχαν τρίμματα από μπλε τυρί. Ευφάνταστο. Τριγύρω είχαν ακροβολιστεί λεπτές διάφανες φέτες γκούντα, ένταμ, έμενταλ, τα άπαντα των λιντλ δηλαδή. Είχε και δυο τρίγωνα σαν-μετσοβόνε και ένα κομμάτι (σαν- αντίδωρο) καμαμπέρ. Σύνολο τρία. Και τρία κριτσίνια. Εντάξει, το πιάσαμε το νόημα.

Την παρακαλέσαμε να φέρει λίγα κριτσίνια ακόμη και είπε με κάτι σαν-χαμόγελο «θα σας φέρω κάτι καλύτερο» και ομολογώ πως μιαν ανατριχίλα τη νιώσαμε όλοι που έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν άφησε στο τραπέζι ένα πιάτο με ψιλοκομμένες φέτες από μπαγκέτα ωρίμανσης πέντε ημερών λέγοντας «αυτά είναι τα χομ μέιντ μπέικ ρολς μας». Εντάξει, το πιάσαμε το νόημα. Να βγαίνεις να φχαριστηθείς και μετά να ψάχνεις το κινητό της οδοντιάτρου σου.

Το κρασί ξεψύχησε πριν καν ρίξουμε κλήρο για το ποιος δεν θα φάει παστράμι και μετσοβόνε. Ευτυχώς είμαστε αγαπημένα και πολιτισμένα ζευγάρια. Οι άντρες πάντα μεγαλόψυχοι και γενναιόδωροι υποχωρήσαμε, την ώρα που ακριβώς στο διπλανό τραπέζι κάθησαν δυο ωραιότατα ζευγάρια ασυνόδευτες γάμπες τυλιγμένες μέσα σε ωραιότατα μαύρα καλσόν που καταλήγαν σε ωραιότατες μαύρες γόβες και σε τελική ανάλυση το φιλοσοφήσαμε οι δυο άντρες σαολίν και είπαμε (από μέσα μας) δεν βγαίνεις για να φας γιατί φαγητό έχουμε και στο σπίτι και ωραιότατα κρασιά έχουμε στο σπίτι αλλά μερικές φορές το φαγητό έξω είναι καλύτερο.

Εκτός κι αν δεν έχουμε κάνει κράτηση, φτάσουμε καθυστερημένοι και ακούσουμε «δυστυχώς μας τελείωσε». Η ιστορία της ζωής μας, δηλαδή.

Την ώρα που πληρώναμε έπαιζε Τσετ Μπέικερ. Φιλάω σταυρό. Είπαμε οι άντρες στα μαυροντυμένα κορίτσια μας «κρίμα, στα καλύτερα φεύγουμε», μας άκουσε η φοβιστική και απάντησε χαμογελώντας πονηρά «πάντα έτσι δεν γίνεται;» και την ώρα που μας άνοιγε την πόρτα και κατεβαίναμε τα πρώτα απότομα σκαλιά είπε «σας περιμένουμε ξανά». Δεν νομίζουμε καλή μου, με τόσες συγκινήσεις απανωτές θα χρειαστούμε και καρδιολόγο.

Αλλά δεν το είπαμε. Άντε να βρεις τον ορθοπεδικό σου τέτοια ώρα…

 

….

the word is a ghetto

Delicatessen 1

 

Zητάω από τον χασάπη μου οssobuco. Κατ΄εντολήν.  Γελάει. Για πολλοστή φορά συνειδητοποιώ -όσο βλέπω το χασαπόπουλο να πριονίζει το κόκκαλο- πως είναι λιγότερο πολύπλοκο από το όνομά του, αν το πεις όμως «ποντίκι» χάνεται η μισή και παραπάνω μαγεία μιας παραγγελίας σε ένα κρεοπωλείο μιας μικρής επαρχιακής πόλης και όχι κοντά στην Piazza Borromeo ή στα στενά του Ναβίλι. Βλακείες σκέφτεσαι αν δεν πρόλαβες να πιείς καφέ.

Τρία κομμάτια φτάνουν;

Και περισσεύουν. Άλλωστε μεγάλες γαρίδες στα κάρβουνα ήθελα να φάω αύριο, μα μου είπε ότι είναι βαριά αντικοινωνικότητα να τρως γαρίδες στα κάρβουνα κυριακάτικα, τέτοιες εποχές. Σκέτα κάρβουνα;  ήθελα να τη ρωτήσω, μα μετάνιωσα. Πρόλαβε εκείνη να μου πει «το τραπέζι της Κυριακής θέλει κατσαρόλα, χύτρα, ταψί, γάστρα» αλλά μόνο τα μισά άκουσα, ήμουν ήδη στο δρόμο για το ασανσέρ για να τελειώσω με τα σαββατιάτικα ψώνια μιαν ώρα αρχύτερα.

Δεν είναι συναρπαστικά τα χασάπικα, πλέον. Από την ώρα δηλαδή που είδα το Delicatessen όλα μου φαίνονται βαρετά, μουντά, χλιαρά, μια κοψιά. Ακόμη και κάτι χάι-τεκ που είδα στην τηλεόραση, με χασάπηδες νέους, ωραίους και αξύριστους (που σίγουρα περάσαν casting γωνιών προσώπου και κοιλιακών) και κρέατα  βαλμένα τόσο ευλαβικά στα ψυγεία όπως αραδιάζει ο Cartier τα διαμάντια και τα χρυσά του πάνω στα βελούδα της βιτρίνας. Άμα είχαν χιούμορ θα παίζαν και «Meat is murder» στα ηχεία στο σάρκινο μουσείο τους αλλά έχουν γένια (και χτένια, μέσα στα ψυγεία, μα είναι  ακόμη πιο φτηνό χιούμορ αυτό), δεν είναι απαραίτητος κι ο σαρκασμός όταν φιλετάρεις μπούτια κοτόπουλων. Morrissey σε χασάπικο, έλεος μακελάρη μου.

Το «δικό μου» χασάπικο είναι ντεμοντέ. Δεν έχει όρθια ψυγεία βιτρίνες, τα χασαπόπουλα είναι δεν είναι ένα κι εξηνταπέντε στο μπόι, η κυρία χασάπη έχει συμπαθητικό πρόσωπο μα θα έκανε λαμπρή θητεία ως σφάγιο, ο χασάπης μου είναι καλό, χρυσό παιδί, νέο και πάντα χαμογελαστό, καμιά σχέση με τον Κλαπέ, αλλά με κοροϊδεύει όταν του ζητάω –κατ’ εντολήν– νουά και με πληγώνει. Ούτε μουσική έχει, ίσως κάποια στιγμή πιάνει το αυτί σου φευγαλέα κανέναν Παντελίδη, κανέναν Κότσιρα στο μικρό ραδιόφωνο που κρέμεται από ένα καθαρό τσιγκέλι που ολοκλήρωσε τη θητεία του ως κρεμάστρα σάρκας. Μια φορά, την ώρα που μου συσκεύαζε κοπανάκια, άκουσα και Δεληβοριά. Έντεχνο σε χασάπικο ρε πούστη μου, κανένας σεβασμός.

Πολλές φορές δίνω τη σειρά μου σε γηραιές σκεβρωμένες κυρίες. Όχι τόσο από ευγένεια, όσο από περιέργεια. Για να δω τι μπορεί, ακόμη, να αγοράσει μια πετσοκομμένη σύνταξη. Που μαζεύει, έστω μια Κυριακή το μήνα, παιδιά και εγγόνια για να τα φιλέψει, να κάνει ο,τι μπορεί για να αλαφρύνει μια στάλα τα βάρη των παιδιών. Ωραία λέξη το «φιλεύω». Και το «σύνταξη». Τέτοιος είμαι, βλέπω τις λέξεις να πνίγονται μπρος στα μάτια μου τραβώντας μαζί τους κι ανθρώπους στον πάτο και δίνω τη σειρά μου, «δεν πειράζει, τελειώστε εσείς, έχω κι άλλα να πάρω εγώ». Συνήθως παίρνουν χοιρινό, αυτό φτουράει για τις Κυριακές που μαζεύονται όλοι στα παπουδόσπιτα (αν ζει ο παππούς, εννιά φορές στις δέκα μόνο γιαγιάδες συναντώ στον χασάπη). Βάζεις στη σακκούλα δυο κιλά πανσέτες, βάζεις και δυο μπριζόλες, παίρνεις ρέστα από το εικοσάρικο, μετά έχει σειρά το μανάβικο κι ο μπακάλης, μπίρες απ΄τις φτηνές κι ένα πιο φτηνό ημίγλυκο, πνιγόμαστε που πνιγόμαστε ας μην είναι ξηρό το τέλος μας. Όταν βλέπω αυτά τα μικρά πορτοφολάκια να ανοίγουν και τα ζαρωμένα, σχεδόν διάφανα χέρια να μετράνε -τρομαγμένα, έτσι νομίζω-  ένα χαρτονόμισμα και λίγα κέρματα, φοβάμαι πως σαν ξανακλείσουν θα μείνω κι εγώ μέσα δίχως αέρα. Πείθω το βλέμμα μου να στραφεί αλλού. Στο συκώτι που ζυγίζεται τώρα. Ξαναπνίγομαι.

Το χασάπικο της γειτονιάς μου, νομίζω το ‘χω ξαναπεί, έχει και μια σειρά από κάρτες απλωμένες πάνω στο ψυγείο με τα σφαγμένα και τα αίματα. Τρομακτικές κάρτες με ονόματα, ιδιότητες, τίτλους και τηλέφωνα. Αγγλική φιλολογία, Φιλολογία ΑΠΘ, Οικονομολόγος, Παιδαγωγικό ΔΠΘ, κάποτε δεν έβλεπα «Δικηγόρος» αλλά πάνε πια οι ντροπές, όλοι αραδιασμένοι εκεί, νέα  -και όχι τόσο νέα- παιδιά απλωμένα κι αυτά στα τσιγκέλια. Μια ώρα μάθημα, μισό κιλό κρέας.

Δεν μπορείς να φανταστείς, μου λέει ο χασάπης μου. Πονάει το μέσα μου, δυο τρία έρχονται κάθε βδομάδα, «να αφήσω λίγες κάρτες;», σε λίγο πιο πολλές κάρτες από κρέατα θα έχω στο μαγαζί.

Μερικές φορές σκέφτομαι ότι θα πρέπει να κόψω αυτή τη συνήθεια. Καλύτερα να τηλεφωνώ να μου τα φέρνουν στο σπίτι. Γιατί όπως πάνε τα πράγματα δεν θ΄αργήσει η μέρα που το γκαπ του μπαλτά θα ακουστεί μέσα στο μυαλό μου, σ’ ο,τι απέμεινε απ’ αυτό,  διαλύοντάς το σε ένα εκατομμύριο κομμάτια και ποτέ δεν θα μπορέσω -είμαι και σιχασιάρης- να ξύνω ντουβάρια, πατώματα και ταβάνια για να ξαναφτιάξω το παζλ.

Τρία είπες; Ένα τετρακόσια είναι.

Δυο, φτάνουν. Ένα κιλό βγαίνουν; Κατ΄εντολήν.

Χαμογέλασε ο χασάπης μου, χαμογέλασα από ευγένεια κι εγώ, πήρα το δρόμο για  το μανάβη μετά. Εκεί που στα χωρισμένα τελάρα, τα «πλαϊνά», τα «κρυφά», τα «δεύτερα», γίνεται πάντα συνωστισμός τα Σάββατα. Ως και στα τελάρα γκέτο.

….

αέρας

WORD NON ARRIVALS

 

 

Tόσες ματαιωμένες απόπειρες, τόσα cancelled μπρος στη λευκή σελίδα, τέτοια αναμονή (ακόμη και ξημερώματα) χωρίς να με πλησιάσει ούτε σημείο στίξης (κι ας κρατούσα πάντα μια πινακίδα στα χέρια, μη τυχόν και με μπερδέψουν για άλλον), τόσον έρημο πίνακα αφίξεων,  χρόνια είχα να ξαναζήσω.

 

…..