Λένε ότι ήταν η πιο ζεστή Αυγουστιάτικη μέρα εδώ και εξήντα χρόνια. Αλλά να σου πω, εγώ δεν τα πιστεύω αυτά, σιγά μην υπήρχε κάποιος που καθόταν πριν εξήντα χρόνια να μετράει θερμοκρασίες αυγουστιάτικα αντί να απλώσει τις αρίδες του και να πίνει Fix κάτω από την πρώτη σκιά που θα έβρισκε στο δρόμο του. Μόνο να πανικοβάλλουν τον κόσμο ξέρουν, ο πλανήτης καίγεται, ο θεός θα μας κάψει, άλλη δουλειά δεν είχε ο θεός παρά μόνο να ασχολείται μαζί μας, εγώ ξέρω πως στην Γιαπωνία, στη Λιβύη και το Πακιστάν δουλεύει υπερωρίες, εδώ μια πορδή γειτονιά είμαστε, αν δεν κάνουμε πολλή φασαρία ούτε που θα καταλάβει ότι υπάρχουμε.
Ενας τυφλός ακορντεονίστας πάλευε με 38 υπό σκιάν να παίξει το Libertango. Και τι άλλο να ‘παιζε δηλαδή με τέτοια ζέστη; το hot stuff ή το I love hot nights ; σοβαροί να είμαστε..
Περασμένες τέσσερις στο Λιστόν, έξη σκυλιά μπαϊλντισμένα γύρω από μια κολόνα, ένας σερβιτόρος βγήκε από το «Ευρώπη» με δυο ποτήρια νερό στα χέρια για να τα διώξει όσο πιο διακριτικά γινόταν, τρία βήματα έξω από την πόρτα του μαγαζιού το σκυλομετάνιωσε που βγήκε στους σαράντα βαθμούς, ήπιε το ένα, έριξε στο κεφάλι του το άλλο, να ρίξεις άδεια ποτήρια σε ζώα δεν γίνεται, μας έχουν που μας έχουν στη μπούκα οι ξένοι για τα δανεικά μας σκέψου τι θα μας σέρνουν μετά και για κακοποιημένα σκυλιά, ξαναμπήκε μέσα, άφησε τα ποτήρια στον πάγκο και έπεσε πάνω σε μια καρέκλα από την εποχή που ο Τόλης Βοσκόπουλος τραγουδούσε ακόμη καθιστός. Στέγνωσε σε ένα λεπτό. Βγήκε βλαστημώντας θεούς, δαίμονες, αγγέλους και τελώνια την ώρα που ένα χέρι απ’ έξω του έγνεψε «έρχεστε λίγο;».
Ο τυφλός ακορντεονίστας νόμισε πως το γυναικείο χέρι έγνεψε σε κείνον και πλησίασε, αν και τυφλός. Σχεδόν άγγιξε το τραπέζι της, αν και τυφλός. Έκοψε μαχαίρι το Libertango και ξεκίνησε μια πιο γρήγορη σαχλαμάρα του Gardel που ποτέ δεν ηχογραφήθηκε αλλά σε μια ιστορία εν μέσω καύσωνα όλα επιτρέπονται. Εκείνη δεν του ‘δωσε ιδιαίτερη σημασία.
Καθισμένη δυο τραπέζια παραδίπλα από την πόρτα , “εκείνη” ήταν ο τύπος της γυναίκας που απευθυνόταν στους πάντες στον πληθυντικό και αγνοούσε τη σημειολογία του όρθιου Βοσκόπουλου. Όχι κατ’ ανάγκη κακό, αφού μπορούσε να σου πει απ΄ έξω και ανακατωτά το πώς άρχιζε και πως τέλειωνε κάθε κείμενο του Αρανίτση, αρχής γενομένης από τις εκθέσεις για το «πώς πέρασα το καλοκαίρι» που έγραφε στο δημοτικό. Θα ήθελα να ‘μουν σε μια γωνιά να έβλεπα τα μούτρα της δασκάλας του όταν διάβαζε τον μικρό Ευγένιο. Τέλος πάντων, δεν είναι αυτός το θέμα μας -δεν είμαι και πολύ σίγουρος βέβαια- , την ώρα που ο σερβιτόρος έριχνε την ιδρωμένη σκιά του στο τραπέζι της εκείνη άναβε το έβδομο μάρλμπορο λάιτς βλέποντας με τρόμο την μπαταρία του λαπτοπ να δείχνει «ανεφοδιασμός ή θάνατος». Παρήγγειλε ένα βέρτζιν μοχίτο, θα ήθελα να γράψω πως παρήγγειλε έναν κρύο καφέ αλλά μοχίτο παρήγγειλε «με μπόλικο λάιμ. Και καφέ ζάχαρη. Και μέντα, όχι δυόσμο. Και τα παγάκια τριμμένα. Σε ποτήρι ψηλό, παρακαλώ». Μια παραγγελία δέκα δευτερολέπτων κράτησε μισόν αιώνα. Ο σερβιτόρος εξαφανίστηκε μέσα στην «Ευρώπη» σέρνοντας ξοπίσω του θεούς, δαίμονες, αγγέλους και τελώνια. Και ένα σκυλί που ζαλισμένο από τη ζέστη λάθεψε στο δρόμο και ξεστράτισε.
Ο τυφλός ακορντεονίστας ένιωσε την οργή να τον πνίγει. Τόση αδιαφορία ποτέ ξανά. Έχωσε τον Gardel στην τσέπη με τα αζήτητα και έπιασε την «Κόκκινη Γραμμή» της Νατάσας. Αν δεν έπιανε κι αυτό, δεν είχε μεροκάματο σήμερα. Ή μάλλον είχε, αλλά εκείνη δεν το ήξερε ακόμη.
Το τσιγάρο κόντευε να φτάσει στη μέση, μοχίτο δεν εμφανίστηκε στον ορίζοντα παρά μόνο ένα μήνυμα στο κινητό της «τη μπέμπελη θα βγάλεις εκεί έξω που τριγυρνάς», κατέβασε λίγο τα γυαλιά της για να δει αν είχε μέιλ, τίποτε δεν είχε , η σύνδεση του ευγενούς (ή ευγενικού; δεν ξέρω) χορηγού Λιστόν γαμιόταν η σκύλα, σαν να μην έφτανε αυτό η μπαταρία είπε «θάνατος» γιατί αυτή ποτέ δεν είπε «ανεφοδιασμός», γύρισε για μια στιγμή να δει στο εσωτερικό της «Ευρώπης» κι αυτό ήταν το μοιραίο λάθος της, η μυωπία της δεν την βοήθησε αλλά την βοήθησε ο σερβιτόρος που εμφανίστηκε πίσω από την πλάτη της λέγοντας πως το σκυλί που μπήκε απρόσκλητο στο μαγαζί τους έσπασε όλα τα ψηλά ποτήρια και τότε εκείνη αποφάσισε σαν έτοιμη από καιρό : «φέρτε μου ένα μυστικό αλλά να είναι καλά παγωμένο, αν σας βρίσκεται και μια φέτα λεμόνι ακόμη καλύτερα, σε όποιο ποτήρι βολεύει εσάς». Ο σερβιτόρος ξαναχάθηκε μέσα στο μαγαζί, από πίσω του έτρεχε να τον προφτάσει η γνωστή παρέα, μη τα ξαναλέμε, θεοί, δαίμονες, σκυλιά, τελώνια κλπ…ησυχία δεν θα βρισκε αυτό το μεσημέρι που έβραζε το έξω αλλά και το μέσα του με όσους παλαβούς αφήνουν τον κλιματισμό στα σπίτια τους ψάχνοντας να πιούν μυστικά on the rocks ανάμεσα σε πλακόστρωτα και κολόνες που βράζουν.
Ο τυφλός ακορντεονίστας, ήδη τρία στενά πιο πέρα περιεργαζόταν το -ακριβό του φάνηκε με την πρώτη ματιά- Sony Ericsson. Tι Piazzola, τι Gardel και ποια Θεοδωρίδου, καμιά τέχνη με μικρό ή κεφαλαίο τ δεν μετράει μπρος στην αφηρημάδα μιας γυναίκας.
To λαπτοπ ξεψύχησε πριν φτάσει το μέιλ που περίμενε, το μυστικό που ήρθε στο τραπέζι της ήταν καλοφτιαγμένο αλλά όχι όσο κρύο θα ‘θελε, το κινητό της το χαιρόταν κάποιος με χρυσό δόντι που δεν έμοιαζε του Τζακ Σπάροου κι εκείνη -απτόητη από την τραγική απώλεια- άναψε το όγδοο τσιγάρο περήφανη για τον εαυτό της που μπόρεσε να διαχειριστεί τόσες αναποδιές μαζεμένες ένα μεσημέρι που καίει το μέτωπό σου αλλά το βράδυ δεν αντέχεις στο σκοτάδι. Όχι χωρίς την οθόνη να σε φωτίζει από απέναντι…
(«20 Ιστορίες για βλόγερς» , εντελώς ανέκδοτο)
Μολις είδα “Λιστόν” σκέφτηκα οτι εδώ πρέπει να σχολιάσει πρώτα
η Theorema. Περιμένω λοιπόν…
εδώ κανονικά έπρεπε να σχολιάσει πρωτος ο τυφλός ακορντεονίστας αλλά είναι ακόμη απασχολημένος με το σόνυ έρικσον, ας περιμένουμε λοιπόν
Όσο και να περιμένετε, εδώ η ώρα θα είναι πάντα 17:20
Μόνο αυτό έχω να σας πω εγώ.
άρα κανείς δεν μπορεί να επικαλεσθεί το “συγγνώμη, καθυστέρησα”
Όχι, βέβαια… Εμένα όμως, αυτό δεν με αφορά. Εγώ ήμουν εδώ στην ώρα μου, 17:20 ακριβώς. Μπορεί να το βεβαιώσει και ο Τσαλαπετεινός. Μαζί ήρθαμε.
Πω πω ρε γαμώτο, δεν περνάει η ώρα πάλι σήμερα…
(Αργεί κι αυτή η Theorema, 17:20 έχει πάει η ώρα…)
Καλησπέρα σας, κύριε κ.μοίρη, καλησπέρα εξωτικό πουλάκι, καλησπέρα μικρή μου Ρίσκι.
Ε λοιπόν, διαβάζοντας αυτό το κείμενο ένιωσα σαν να το είχα ζήσει εγώ η ίδια. Είδα τον τυφλό ακορντεονίστα στο Λιστόν, ένιωσα τη δροσιά κάτω από τις πέτρινες καμάρες του καφέ Ευρώπη, θυμήθηκα (?) έναν σκύλο που τριγυρνά στα στενοσόκκακα της πόλης και τεμπελιάζει αδιάφορα, ένιωσα σαν να ήμουν πραγματικά η αφηρημένη καπνίστρια και λάτρης του κυρίου Αρανίτση που με το μυωπικό της βλέμμα δεν χαμπαριάζει από καύσωνες και παράξενα χέρια που την πλησιάζουν συνωμοτικά.
Δεν ξέρω κατά πόσο ταυτιστήκατε εσείς με αυτή την ιστορία από την πιο καυτή νύχτα του καλοκαιριού, εγώ πάντως την ένιωσα πάνω στο πετσί μου. Σχεδόν ίδρωσα!
Και γι΄αυτό, ευχαριστώ πολύ τον συγγραφέα της ανάρτησης που μέσα σε αυτήν την παλιάνοιξη με έκανε να νιώσω το απόλυτο καλοκαίρι… 🙂
(17.20 πήγε κιόλας βρε παιδιά; πώς περνάει έτσι ο χρόνος…)
(κύριε κ.κ.μοίρη, γιατί δεν φαίνεται το σχόλίο μου; το κατάπιε ο καύσωνας του Αυγούστου;…)
υπάρχει το “απόλυτο καλοκαίρι” ; να μου πείτε το “απόλυτο 17.20” να σας πιστέψω…
(σαν Theorema , ε ; )
Σε μια άλλη εκδοχή της ιστορίας, η κυρία είναι η Grace και αδιαφορεί για το κινητό αφού αυτή «κλέβει» το Libertango από τον Astor.
ψυχεδελική εκδοχή, είμαι πάρα πολυ υπερήφανος για τους σχολιαστές μου 😉
Άπαντα ΕΑ και μοχίτο καταμεσήμερο,με 45 βαθμούς,στο Λιστόν;Και με πιθανότητα υπουργοποίησης;Η δική μου,την ίδια ώρα,έπινε ούζο,ακούγοντας Τόλη,βουτηγμένη στα παγωμένα νερά της Παλαιοκαστρίτσας,ξαναδιαβάζοντας για δέκατο Αύγουστο τα άπαντα του Τσάντλερ.
o Αρανίτσης με καύσωνα κι αν είναι ψυχεδέλεια, ο Τόλης όραμα, τα άλλα που περιγράφετε αναμενόμενα για την οικογένεια Επιτίμου
Τι να λέμε τώρα…κλασσικό; μπα μεταμοντέρνο! Γέλασα πολύ ιδιαίτερα με τη σημείωση για τον Ευγένιο, μεγαλοφυής! Έχετε κέφια στη γκαρσονιέρα και το σκοτάδι δεν αντέχεται ούτε με οθόνη καμιά φορά (με καύσωνα με την καμία, εγώ κόβομαι) !
Κι εγώ ήθελα να βρω κάτι για να γελάσω δευτεριάτικα αλλά βρήκα στο μέιλ μου “λέτερ φρομ ντέμπι” και μου κόπηκε το κέφι μαχαίρι, thnx anyway
oh shit…
Αν αυτό είναι πρίκουελ, το σίκουελ έχει το Bookers Award στο τσεπάκι!
(παρεπιπτόντως επειδή έχω χάσει επεισόδια, τι ακριβώς συμβαίνει με το ρολόι σας; έχω κι ένα θέμα με το χρόνο γενικότερα και στην ηλικία μου δεν είναι να παίζεις με αυτά τα θέματα…)
μπα, αυτό ήταν και τέλος, το πολύ πολύ να υπάρξει μια συνέχεια με τον μονόλογο του τυφλού ακορντεονίστα και δατς ολ, όσην αρρωστημένη φαντασία και να λέω πως διαθέτω είναι αδύνατον να γράψω και εκ μέρους του μπαιλντισμένου σκύλου…
τι έχει το ρολόι ; 17.20 δεν δείχνει ; καλά πάει λοιπόν..