Οι Κυριακές εκείνες που με τον πρώτο καφέ πέφτεις σ’ έναν πάρα πολύ φιλελεύθερο και σ’ έναν καμμένο που μαλλιοτραβιούνται όπως οι νοικοκυρές πάνω απ’ τις μπουγάδες στη Napoli είναι ανάξιες λόγου. Ειδικά όταν φωνάζουν και τις γειτόνισσες για μάρτυρες. Τίποτε καλό δεν προοιωνίζουν.
Από νωρίς το πρωί ο ουρανός είχε ένα περίεργο χρώμα, όχι μόνο για Μάιο. Θα το ζήλευε και ο χειρότερος Ιανουάριος. Στην κλίμακα Pantone θα ήταν κάτι σαν winter’s greatest hits. Αν ο Ίαν Κέρτις έβλεπε τέτοιο χρώμα στον ουρανό του Μάντσεστερ θα είχε αυτοκτονήσει στα δεκάξη του. Είχε και ένα περίεργο κρύο, σαν να άκουσες ξάφνου ένα πάρα πολύ άσχημο νέο και κάποιος άνοιξε παράθυρα και μπαλκονόπορτες κλείνοντας ταυτόχρονα και τα καλοριφέρ. Σα να μην έφταναν αυτά, ανακάλυψα ότι όλο το ταβάνι -μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μου- είχε διαρροή. Άρχισε να στάζει από παντού με έναν καθόλου πρωτότυπο τρόπο, μέχρι που οι σταγόνες έγιναν μια κουρτίνα από νερό και τα βουνά απέναντι εξαφανίστηκαν. Είτε έξω είτε μέσα μούσκεμα θα γινόμουν, αποφάσισα να περιμένω έξω.
Δεν είχα μαζί μου τσιγάρα, δεν καπνίζω όμως οπότε δεν παραξενεύτηκα. Μια -προφανώς- μαμά, μόνο μπαμπάδες και μαμάδες ήμασταν μαζεμένοι εκεί, κάπνιζε καθισμένη στα σκαλιά λίγα μέτρα παραδίπλα, σκέφτηκα να της ζητήσω ένα τσιγάρο αλλά μετάνιωσα, δεν ήταν η μάρκα μου. Τα τσιγάρα. Η μαμά καλή ήταν. Όταν έχει υγρασία η καρδιά του ανθρώπου μαλακώνει, το ίδιο και η ματιά του. Κάποιος άλλος όμως πήγε και της ζήτησε. Και μια και δυο φορές. Ζηλεύω τους άντρες που αγαπούν τις ξένες γυναίκες, είτε γιορτάζουν είτε όχι.
Το ρολόι μου έδειχνε συνέχεια δυο και δέκα. Προφανώς σταματημένο, ξανά. Ούτε σε φτηνές ιστορίες παγώνει ο χρόνος, μη κοροϊδεύουμε όσους διαβάζουν. Δίψασα και πήγα στο κυλικείο ζητώντας «μια μπίρα». Αντί μπίρας εισέπραξα ένα βλέμμα κρύο, πολύ κρύο, μόνο κάποιος πολύ απελπισμένος ή κάτι άλλο ανάλογης ντροπής μπορεί να ζητήσει μπίρα από κυλικείο λυκείου. Προς το παρόν. Προκειμένου να έχουν έσοδα και να εισπράττουν φόρους αυτοί οι μνημονιακοί, τους έχω ικανούς να κάνουν ντελίβερι και μέσα στις αίθουσες.
Ντράπηκα να φύγω με άδεια χέρια και ρώτησα αν υπάρχει κάτι να φάω. Μου έδωσε ένα σάντουιτς που είχε μέσα διάφορα, αδιάφορο τι, δεν πεινούσα. Βγήκα στα σκαλιά, κάθησα στη γωνία, εκεί που έκοβε λίγο ο αέρας και δεν με έπιανε η βροχή, η μαμά με τα τσιγάρα είχε φύγει, κρίμα, ήθελα να μιλήσω σε κάποιαν που περιμένει για να τη ρωτήσω «γιατί περιμένεις μόνη σου;» μα λόγος δεν μου έπεφτε και μετάνιωσα. Τρία πουλάκια κάθονταν σε μια εσοχή δίπλα στα σκαλιά, πάντα πίστευα πως όταν βρέχει τα πουλιά εξαφανίζονται έγκαιρα στις φωλιές τους αλλά διαπίστωσα πως υπάρχουν και πουλιά αφηρημένα. Τα δυο ήταν σπουργίτια, αυτά τα ξεχωρίζω, το άλλο ή σπουργίτι αχτένιστο ήταν ή τσαλαπετεινός. Τους έριξα λίγα ψίχουλα και έκαναν πάρτι, ευτυχώς που δεν πήρα μπίρα-σκέφτηκα- αν τα πότιζα αλκοόλ μπορεί να μην έβρισκαν το δρόμο για τη φωλιά και να μη ξανάβρισκαν ποτέ τις μανάδες τους που γιόρταζαν σήμερα. Τέτοιες τύψεις δεν θα τις άντεχα. Κι αν αυτά τα ίδια είναι μανάδες και θέλουν κι άλλα ψίχουλα για να τα πάνε σπίτι; αναρωτήθηκα. Πέταξα όλο το σάντουιτς και έφυγα από την άλλη πλευρά, να μη τα βλέπω. Τέτοιες απορίες θα με φάνε στο τέλος και θα με σκοτώσει το στρες.
Βγήκε κατά τις τέσσερις αν και το ρολόι μου έδειχνε δυο και δέκα. Πετούσε και έλαμπε. Εντάξει, αυτό το κάνουν και οι πυγολαμπίδες θα μου πεις, δεν είναι τίποτε σπουδαίο, αλλά αν δεν περιμένεις πυγολαμπίδα στα σκαλιά, ναι, είναι. Δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω «πώς τα πήγες;», είπε ένα «είμαι πολύ περήφανη για τον εαυτό μου» και σκέφτηκα ότι τσάμπα πήγε το καθαρό βρακί που έβαλα το πρωί, τέλος πάντων, ας είναι γερά αυτά και από βρακιά βολευόμαστε αν και με τη φόρα που πήραν αυτοί οι μνημονιακοί ακόμη κι αυτά θα τα υποθηκεύσουν. Ελπίζω τουλάχιστον να μας αφήσουν το περιεχόμενο.
Μετά πέρασε για ένα δευτερόλεπτο απ’ το μυαλό μου η σκέψη πως σε πολλά πολλά πολλά χρόνια από σήμερα ίσως γιορτάζει κι αυτή σαν μανούλα με κάποιον βλάκα δίπλα της που θα παριστάνει τον άντρα της αλλά μπορεί και να μη γιορτάζει γιατί το χωρίς δουλειά και το χωρίς οικογένεια θα είναι sold out παράσταση στο μέλλον και ξαφνικά ανακάλυψα πως υπάρχουν κι άλλες διαβαθμίσεις του γκριμώβ που καμιά κλίμακα Pantone δεν μπορεί να τις φιλοξενήσει εντός της.
Δεν πήρα εφημερίδα επιστρέφοντας στο σπίτι. Ούτε τηλεόραση άνοιξα. Ούτε στο web μπήκα. Από καιρό τα νέα ένα σφίξιμο στο στομάχι είναι, δεδομένο ουδέν, μια έκπληξη το αύριο, σπάνια ευχάριστη, όλα τα πιστεύεις.. και τα ναι και τα όχι και τα διαψεύδω και τις αναδιαρθρώσεις και τη δραχμή και τα δέκα μνημόνια που θ’ ακολουθήσουν και την υποθήκευση των πάντων και τα όσα λέει ο Πάσχος και τα όσα λέει ο καμμένος και το «τριάντα χρόνια στράφι» της Ντόρας, που ήταν η ωραία κοιμωμένη και σήμερα ξύπνησε.
Μετά σκέφτεσαι ότι μπορεί αυτοί που παριστάνουν πως κυβερνούν να μη σκαμπάζουν γρι από διακυβέρνηση αλλά ακούσια μας έκαναν να εκτιμήσουμε την αξία των μικρών σπουδαίων πραγμάτων, το να ξυπνάς, να είσαι ζωντανός και να βλέπεις δυο-τρία χαμόγελα δίπλα σου. Και να λες ας κάνει κρύο, ας μαλακίζεται ο Μάιος, ας βρέχει, ένα γαμημένο ψίχουλο σε κάποια γωνιά θα βρεθεί για να το πάμε σπίτι.
Σταματημένο ρολόι, τσαλαπετεινοί… Ακόμα και όταν δεν μπαίνετε στο web αυτό σας στοιχειώνει.
πολύ φοβάμαι πως έχετε δίκιο
Ευχαριστώ για τα ψίχουλα, του σάντουιτς χθες και του ποστ σήμερα. Την επόμενη φορά καλό θα είναι όμως να έχεις και καμιά μπύρα. 😉
και δυο…
Η μοερή στιχομυθία σας με την μαμά στα σκαλιά μου θύμισε κάτι που διάβασα χθες για τον Βέγγο, που πήγε βόλτα στη φύση και γύρω του δεν υπήρχε ζώσα ψυχή. Και τότε στράφηκε γύρω του και μίλησε ως εξής: ” Γεια σου Φύση. Μόνη σου είσαι; Κι εγώ μόνος μου. Πάρε ένα μπισκότο!”.
Έπρεπε να ρωτήσετε την μαμά αν ήταν μόνη της και αν ήθελε να σας δώσει ένα τσιγάρο, αφού κι εσείς ολομόναχος ήσασταν εκεί. Και ας μην το καπνίζατε, η κουβέντα να είχε γίνει…
Δυο μοναξιές θα είχαν πεθάνει (έστω για μια δυο στιγμές, λίγο είναι;).
Καλημέρα σας και καλή εβδομάδα.
ναι αλλά διάβασα επίσης (και συμφωνώ ανεπιφύλακτα) πως μόνο κάποιος που μισούσε πάρα πολύ τον Βέγγο θα τον έβαζε να ταίζει τη φύση με μπισκότα
έτσι θα ένιωθα κι εγώ εκείνη την ώρα, μόνο κάποιος που μισεί πάρα πολύ το τσιγάρο θα ζητούσε ένα ως πρόσχημα κι εγώ τα αγαπώ τα τσιγάρα κι ας ζούμε χώρια
καλη εβδομάδα και σε σας
Αααχ… Σαν τα (τσαλα)πετεινά του ουρανού θα καταντήσουμε. Θα περιμένουμε μπας και πετάξει κανένας το σάντουιτς του.
Δεν πειράζει, καλύτερα. Δεν θα αγωνιούμε και για τις επιδόσεις των παιδιών στις εξετάσεις.
ευελπιστώ οτι κάποια στιγμή θα γίνουμε και γεράκια….κάργιες έστω
Και η βρόχα έπεφτε ράι θρου…
(Η τελευταία σας πρόταση μου επιβεβαίωσε ότι τελικά είστε ένας πολύ αισιόδοξος άνθρωπος.Ψίχουλα υπάρχουν.)
η αισιοδοξία τρέχει απ’ τα μπατζάκια μου αλλά ναι, απαισιόδοξος δεν είμαι, ψίχουλα υπάρχουν
Μπράβο της και μπράβο σας.
Έτσι πάνε αυτά. Σε κάθε δικό τους μπράβο, κάποιο ψίχουλο περισσεύει και για εμάς. Πάντα θα περισσεύει..
τι μπράβο “μας” ; όσο σκέφτομαι οτι κάποιοι απο μας κληρονομήσαμε φέτα ολόκληρη και θα κληροδοτήσουμε υποθηκευμένα ψίχουλα….
thanks once again
ένα μαζοχισμό τον διακρίνω πάνω σας ))
(παρακαλώ)
μη μου μιλατε στον πληθυντικο αισθανομαι σαν να φοραω “σωβρακο”:p
Μπράβο σας που τουλάχιστον το σκέφτεστε, μην το θεωρείτε αυτονόητο για όλους αν και πλέον για να είμαι ειλικρινής το σκεφτείτε/ούμε ή όχι, ελάχιστα αλλάζουν, μην σας πω ότι χειροτερεύουν κιόλας.
Και για να είμαι απολύτως ειλικρινής, σε κάτι τέτοιες κυριακές τα πιο μεγάλα μπράβο πάνε πανάξια στο τσάμπα πρωϊνό βρακί, εν προκειμένω το δικό σας. Μπαμπάς και κόρη είναι μια ιστορία αγάπης, μίσους και περηφάνιας που όμοιά της, πολύ μα πάρα πολύ δύσκολα, μπορούν να φτάσουν όποιες άλλες ιδιότητες και σχέσεις.
Εντάξει τώρανες; Καλή εβδομάδα
εκείνο που ξέρω είναι οτι το διάβασε σήμερα και είπε “χειρότερα κι απ’ το Νικηφόρο με τη Ναταλίτσα, ξεφτίλα μ΄έκανες”
νταξ’ τώρα; satisfied ? ))
πολύ. και άλλο τόση άκεφη. ενδιαμέσως, διάβασα ..κάτι που με στενοχώρησε. πολύ. να μου τον φιλήσετε με την πρώτη ευκαιρία.
Πολύ ωραίο, αλλά δεν κατάλαβα ποιά είναι αυτή που περίμενες… νόμιζα πως κατάλαβα, αλλά αυτό με το σώβρακο με μπέρδεψε…
από μικρό κι από χαζό παιδί μαθαίνεις την αλήθεια, δυο κλικ επάνω η μετάφραση
(βρακί είπα, σώβρακα μετά τα εξήντα) ))
“Μπαμπάς και κόρη είναι μια ιστορία αγάπης, μίσους και περηφάνιας”
Αυτό κατάλαβα κι εγώ, αλλά το βρακί με μπέρδεψε, αλλά τώρα που το ξαναείδα ξεμπερδεύτηκα. Τώρα που το κατάλαβα, δίκιο είχε η κόρη….
Μας γαμήσατε.
Γιατί εγώ δεν βλέπω τόσο αισιοδοξία όσο ο επίτιμος; Κατά τα άλλα καταπληκτικό το κείμενο. Σουρεαλιστικά γραμμένο με ρεαλιστικές εικόνες 🙂
δεν μπορώ να πω “χαρά μου”, είπαμε σουρεάλ αλλά να κρατάμε και τα προσχήματα
δεν είναι μόνο η εκτίμηση των μικρών σπουδαίων πραγμάτων, αυτή στην κάνει πάσα κι ένα έμφραγμα
οι κυβερνώντες κάθε λογής, με την ανόητη διακυβέρνηση ή την αδιανόητη φυγή τους, απελευθερώνουν κάποτε το οπτικό μας πεδίο -άφησα (πριν κάνα-δυο χρόνια) έναν άνθρωπο που έγραφε στ’ αλήθεια διασκεδαστικά και ξαναβρήκα έναν άλλο που γράφει αληθινά
το προηγούμενο ποστ με σκότωσε -τούτο δω με πήγε κυριακάτικη αεροπλανάδα μ’ ένα ιπτάμενο φέρετρο
ένα πράγμα που δεν θα τους συγχωρήσω ποτέ (ανάμεσα στα δεκάδες άλλα) είναι οτι σφάξαν στο γόνατο εκείνον τον άνθρωπο που ξέρατε πριν κανα-δυο χρόνια
Μέσα σε όλη αυτή τη μαυρίλα του Μαΐου, εγώ βρήκα 2 ψιχουλάκια για απόψε : το αχτένιστο σπουργίτι (υπέεεεροχο!) και το: “Ζηλεύω τους άντρες που αγαπούν τις ξένες γυναίκες, είτε γιορτάζουν είτε όχι.” (Οι ξένες γυναίκες βέβαια, συνήθως δεν αγαπούν τους άντρες που ζηλεύετε. )
υ.γ: αρχίζω να υποπτεύομαι ότι ο χρόνος σας έχει αδυναμία και που και που παγώνει για χάρη σας…μην το αρνηθείτε, υπάρχουν αδιάσειστες αποδείξεις 🙂
I have the right to remain silent. Anything I say, can and will be used against me in a court of law or in the court of the Krimson King…
You are a wise man Mr Kkmoiris….
Ωραίος δίσκος!Ειδικά το Έπιταφ.
Αυτό με τα ρολόγια και την ώρα να το κοιτάξετε. Καταρχήν μπορεί να είναι κολλητικό και εγώ έχω υποχρεώσεις από τις οποίες δεν μπορώ να λείψω. Ποιός θα με πιστέψει άλλωστε αν πω “κόλλησα ένα φρικτό πάγωμα ώρας από τον Μοίρη”;
με το ρολόι κολημμένο στις 17:20, από καμιά σας υποχρέωση δεν μπορείτε να λείψετε
(αν μου βρείτε λύση υπόχρεως)
εγώ, να γίνω υπαίτιος να χαθεί το μόνο σταθερό σημείο της σφαίρας; Oh, no monsieur!
Διαβάζοντας αυτό το ποστ σας , μου ήρθαν απανωτά δυό διαφορετικά σχόλια να γράψω … Επειδή σκέφτηκα και ξανασκέφτηκα και δεν μπορώ να διαλέξω ένα , σας τα γράφω και τα δυο , και … διαλέξτε εσείς :
Σχόλιο 1 :
Ζηλεύω τις γυναίκες που αγαπιούνται από ξένους άντρες
.
Σχόλιο 2 :
στην παράφραση και -τη σωστή- παραποίηση των όσων γράφω μανούλα είστε 🙂
Αρχικά θα ήθελα να χαιρετήσω όλους τους επιφανείς βλόγερς μιας και είμαι σχετικά καινούργιος στη σφαίρα.
Και εμένα θα έλεγα με άφησε με μια απαισιόδοξη γεύση στο τέλος,αλλά γιαυτό ίσως θα έπρεπε να κατηγορήσω τον καιρό.
Ναι σίγουρα σουρεαλιστικά γραμμένο με ρεαλιστικές εικόνες.
Άλλο ένα καταπληκτικό κείμενο,έχετε καταντήσει προβλέψιμος!!
“επιφανείς βλόγερς”…καινούριος αλλά αυθάδης ))
οπλιστείτε με υπομονή, predictability is the new black
μαθαίνω γρήγορα!!
ωραία και μου πάει το μαύρο:)
selitsanos, α ρε Επίτιμε !!! πόσο μ’ αρέσουν αυτοί που ξέρουν να μεταφράζουν 😀
Μώμος, είναι ασύμφορο το “γρήγορα”, ακούστε κι έναν μετρίως παλιό
ναι προφανώς δεν ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο.αστειευόμουν
δεκτον παρολαυτα
πάει, είμαι εντελώς ντεφορμέ, σας απαντώ σκωπτικά, μου απαντάτε ευγενώς σοβαρά 🙂
είναι αυτές οι δεύτερες σκέψεις βλέπεις,λοιπόν, που καμιά φορά έρχονται πρώτες και προλαμβάνουν την περιπαιχτική μου διάθεση,οριοθετώντας τύπους ευγενείας εντελώς απρεπείς ώρες ώρες.