Ο Αντώνης δεν ήταν ψηλός. Μόνον ένας κακός άνθρωπος θα έγραφε «ήταν κοντός». Γι αυτό εφευρέθηκε το «δεν», για να λειαίνει τις γωνίες που πέφτουν σαν τις ύαινες πάνω σου αν παραπατήσεις στις σκέψεις. Τέλος πάντων, ο Αντώνης ήταν ένα και εξηνταοκτώ με φλατ παπούτσι, ξυπόλητος δεν πατούσε στα πατώματα.
Ξυπόλητη ήταν η Σωτηρούλα. Όχι αυτό που λέμε «ξεβράκωτη», λεφτά για παπούτσια είχε αλλά είχε και χούι να περπατάει στο σπίτι με πόδια γυμνά. Εγώ σφουγγαρίζω, εγώ καθαρίζω, θα κάνω όσες πατημασιές θέλω, του έλεγε όταν τον έβλεπε να κοιτάζει με αηδία τα σημάδια απ’ τον ιδρώτα στα μάρμαρα. Μη φανταστείς τίποτε ακριβό, άγιαξ της σειράς ήταν, εργολαβικά.
Όπως καταλαβαίνεις ο Αντώνης και η Σωτηρούλα ζούσαν μαζί, μοιραζόταν τα ίδια μάρμαρα. Παιδιά δεν είχαν, όχι γιατί δεν ήθελαν αλλά γιατί τους εμπόδιζε το αίμα τους. Μη βάζεις στο νου σου καμιά σπάνια αρρώστια, καμιά λευχαιμία, μπα, τίποτε τέτοιο. Μόνο κακοί άνθρωποι βασανίζουν τους άλλους μέσα σε ιστοριούλες με νοσοκομεία, καρκίνους, πάνες ακράτειας, τσιγάρα και ξενύχτια με χώματα στα μάτια. Ο Αντώνης και η Σωτηρούλα ήταν μια χαρά, το ίδιο και οι τακτικές εξαμηνιαίες εξετάσεις τους στο ΙΚΑ. Τέλος πάντων, ο Αντώνης και η Σωτηρούλα ήταν αδέρφια. Of a certain age, που λέει κι ο Χάνον.
Το πώς ξέμειναν οι δυο τους στο ίδιο σπίτι είναι μεγάλη ιστορία. Πολύ μεγάλη. Mόνο κακοί άνθρωποι θα επέμεναν φορτικά λέγοντας «γράψ’ την», γι αυτό λοιπόν εφευρέθηκε το «δεν», για να ξεκινάς την ιστορία από όποιο σημείο θέλεις. Και να την τελειώνεις όπου θέλεις, επίσης.
Μια Παρασκευή λίγο μετά την πρωτομαγιά, ο Αντώνης ντύθηκε για να βγει να συναντήσει -για πρώτη φορά, μπλάιντ ντέιτ και τα συναφή- την sweetmamma. Aυτή δεν ξέρω τι κουμάσι ήτανε αλλά ξέρω πως την πέτυχε στο φέισμπουκ. Έκαναν τα καθιερωμένα ένα, δυο, τρία αλληλοlike σε τοίχο αλλουνού, ράγισε ο πάγος, πριν σπάσει εντελώς και τους σιχαθούν όλοι οι υπόλοιποι βλέποντάς τους να σαλιαρίζουν σε ξένα ντουβάρια, έριξε τα μούτρα του ο Αντώνης, έκανε friend request, τον σπίτωσε η sweetmamma. Μαζί με άλλους 684 αλλά αυτά δεν τα μετράς αν έχεις να πας με γυναίκα από τη μέρα που εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο ο Γιόχαν Κρόιφ. Ή ο Γιόχαν Νέσκενς. Κάποιος απ’ τους δυο πάντως, δεν κράτησα και σημειώσεις πότε πήδηξε τελευταία φορά ο Αντώνης, μια μικρή ιστορία προσπαθώ να διηγηθώ, δεν γράφω ιστορικό δοκίμιο.
Η Σωτηρούλα δεν κατούρησε στο πηγάδι, είχε και αυτή σελίδα στο φέισμπουκ. Και βλογ είχε. Με το ίδιο όνομα και τα δυο, «Poisson Ivy». Mε δυο s , αλλιώς θα την μπέρδευαν με την κανονική του σχωρεμένου του Lux και θα είχαμε δράματα. Για avatar είχε τη μικρή γοργόνα, όχι την άριελ, την άλλην. Το τι έγραφε εκεί μέσα -και τι μύριζε, με τέτοιο όνομα και άβαταρ- δε στο λέω. Φαντάσου το. Σωστά. Επιστρέφουμε στον Αντώνη τώρα.
Κοιταζόταν για τις τελευταίες διορθώσεις στον καθρέφτη της -από ξύλο τριανταφυλλιάς- τρίφυλλης ντουλάπας, απ’ την προίκα της μάνας τους. Κι ο μπαμπάς τους έκανε ωραία τρίφυλλα αλλά καμιά σχέση με ντουλάπες. Ήταν λοιπόν στημένος απέναντι απ’ τον καθρέφτη -όχι πολύ μεγάλο καθρέφτη, τα είπαμε αυτά στην αρχή- φτιάχνοντας το γιακά του πουκάμισου όταν μπήκε η Σωτηρούλα και τον σκάναρε πατόκορφα.
Αυτό θα βάλεις; είσαι σίγουρος ; Κακιασμένη οχιά να μιλούσε, πιο τρυφερά θα ακουγόταν το σφύριγμά της.
Ξανακοιτάχτηκε. Δεν είδε κάτι περίεργο πάνω του. Την κοίταξε μέσα απ’ τον καθρέφτη, είδε πολλά περίεργα πάνω της αλλά ανακουφίστηκε που την είδε, έτρεμε την ημέρα που ο καθρέφτης δεν θα την είχε μέσα, ήξερε καλά ποιός δεν έχει είδωλο στον καθρέφτη. Η Σωτηρούλα είχε. Προς το παρόν.
Τι έχει ρε συ το κουστουμάκι; της αντιμίλησε. Πρόπερσι το πήρα, δυο χρόνια το φάγαν οι ναφθαλίνες, τα σκοτάδια και οι κρεμάστρες κι εμένα μ’ έφαγε το μέσα, καιρός να βγει μαζί μου βόλτα κι αυτό, να πάρει καμιάν ανάσα.
Λάθος έκανα πριν, βιάστηκα να οπλίσω με όποια λέξη βρήκα πρόχειρη και αστόχησα. Οι σκέτες κακιασμένες οχιές κρατάνε κάποια προσχήματα. Οι κακιασμένες κι αγάμητες ταυτόχρονα όχι.
Σπαγκί λινό κοστούμι θα βάλεις; ενάμιση σκαμπό άνθρωπος; δεν φτάνει που είσαι ζουμπάς, είναι και μές στην τσαλάκα το ρούχο, γουμίδι, σαν μπαντονεόν μοιάζεις ρε, για καφέ θα βγεις ή για να σκορπίσεις το γέλιο απλόχερα;
Mπαντονεόν. Η κουφάλα. Ούτε καν ακορντεόν. Άμα είσαι ένα και εξηνταοκτώ γερνάς και πεθαίνεις στο Μπουένος Άιρες. Σηκουάνα δεν θ’ αξιωθούν να δουν τα μάτια σου.
Πληγώθηκε όσο να ‘ναι ο Αντώνης αλλά ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά θα ήταν. Από τη μέρα που της είπε «θα βγω για καφέ με τη sweetmamma» λύσσαξε. Γιατί αυτήν την κατάπινε ζωντανή το σπίτι, το μέσα, τα ντουβάρια, ο νεροχύτης, τα μπαλκόνια, ο μπιντές. Πώς ρουφάει ο σατανάς τους αμαρτωλούς; πώς ο μακαρίτης ο Μάρλει το μπάφο; ο Μπάροουζ το όπιο; πώς καταπίνει η φάλαινα το πλαγκτόν; Έτσι.
Φάλαινα…χμμ…η Σωτηρούλα δεν ήταν αδύνατη. Μόμπι Ντικ δεν την έλεγες αλλά αν ο θεός έκανε καμιά υπερωρία την ώρα της δημιουργίας και μαστόρευε κάτι ανάμεσα σε μεγάλη φώκια και μωρό όρκας, θα είχες φωτογραφία της αδερφής του Αντώνη. Οκτάωρο μου ήθελε ο θεός, βάλε εσύ κοινέ θνητέ τη φαντασία σου να δουλεύει overtime τώρα.
Ε όχι και μπαντονεόν, είπε φουρκισμένος ο Αντώνης. Όχι και μπαντονεόν. Πες κάτι άλλο που κάνει λιγότερο θόρυβο, είπα να περάσω απαρατήρητος όταν βγω, δεν θέλω όλα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω μας.
Πάνω μας. Μας. Α ρε Αντωνάκη, η Μητέρα όλων των Λαθών ήταν αυτό το «μας». Τη Λίβερπουλ μαζί με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να κατέβαζες σε αρένα απέναντι από καυλωμένο ταύρο, πιο ήρεμος θα ήταν αυτός σε σχέση με την Σωτηρούλα όταν το άκουσε.
Άσε μας ρε αδερφέ Κατσάμπα που σε πείραξε το μπαντονεόν. Βγες απ’ τη ντουλάπα και άμε στο καλό με την καλή σου.
Αδερφέ Κατσάμπα! Την καργιόλα. Χτυπάει εκεί που πονάει. Πάλι καλά όμως, αφού δεν τον είπε και Έρικα Μπρόγιερ ή Χάρη Κατσιμίχα, στεγνός την έβγαλε. Καραμαζώφ αποκλείεται να ξεστόμιζε η Σωτηρούλα, ορθόδοξη δεξιά ανέκαθεν, αριστούχα Σχολής ΕΡΕ, ότι έληγε σε –ωφ δεν υπήρχε γι αυτήν. Με την εξαίρεση του στρογκανόφ. Δεξιά ήταν, ηλίθια όχι. Το πρόφερε με όμικρον και το έτρωγε.
Γύρισε και της είπε «να σου κοπούν τα πόδια κακούργα, αυτή η ζήλια σου θα σε φάει στο τέλος, να σου κοπούν τα πόδια!». Βρόντηξε την πόρτα της ντουλάπας, βρόντηξε και την εξώπορτα, έφυγε. Η Σωτηρούλα έμεινε για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια μόνη. Με αγκαλιά το πιεσόμετρο, δέκα μικρή, δεκαεννιά η μεγάλη. Και πάλι καλά να λες που δε χτύπησε μπλακτζάκ με τέτοια σύγχυση.
Βγήκε ο Αντώνης παρέα με το ένα και εξηνταοκτώ του. Πήρε και την ψυχή του μαζί, κανόνας απαράβατος και πατρική παρακαταθήκη, «μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει» έλεγε ο μπαμπάς του όσην ώρα έστριβε το τρίτο τρίφυλλο της μέρας ενώ η γυναίκα του κουβαλούσε σαν το μουλάρι -δεν το λέει η καρδιά μου να πω μουλάρα- τα όσπρια του μήνα, μισή οκά φυτίνη και δυο μπουκάλια πετρέλαιο -για τους λεκέδες και τους κοριούς- απ’ τα λαδάδικα ως τα μισά της Αγίου Δημητρίου. Μετά τα έφτυνε η γυναικούλα και άδειαζε το μισό μπουκάλι σε ένα παρτέρι με λεμονιές, έξω απ’ τη Μητρόπολη, για να αντέξει να βγάλει την ανηφόρα της Ρακτιβάν. Άμα έβγαλε αυτή η λεμονιά έστω και ένα κουκούτσι, να μη σώσω να ξαναγράψω λέξη. Θεός σχωρέστους, και το μπαμπά του και τη μάνα του και τη λεμονιά.
Είχαν πει να βρεθούν στη «Σαχάρα», εκείνος δεν ήξερε πού είναι αυτό, αυτή τον κατατόπισε. Όποιος φτάσει πρώτος μπαίνει και πιάνει τραπέζι, του έγραψε. Εκείνο στη γωνία κάτω απ’ το κλιματιστικό, αυτό στάζει είτε δουλεύει είτε όχι κι έτσι κανείς δεν κάθεται εκεί, είναι κι ακριβώς δίπλα στο βεσέ, οπότε δεν χρειάζεται καν να ψάξουμε ο ένας τον άλλον. Μπρίλιαντ ;
Not so. Tη Σαχάρα τη βρήκε σχετικά εύκολα, το τραπέζι ευκολότερα, άλλωστε ένα κλιματιστικό και ένα βεσέ είχε όλο κι όλο το μαγαζί, ούτε ο τυφλός της Ιεριχούς -πριν τον περιλάβει βέβαια ο Χριστός- θα λάθευε. Μπήκε, κάθησε, μετά από μια ώρα -κι ενώ η σερβιτόρα το πήρε απόφαση πως την δούλευε λέγοντάς της «περιμένω παρέα»– παρήγγειλε ένα βερμούτ, πριν προλάβει να φρικάρει η κοπελίτσα της έγνεψε ο κοτσιδάτος πίσω απ’ το μπαρ σα να έλεγε «έλα, ξέρω», ήξερε να μεταφράζει το βερμούτ γιατί η κοτσίδα ήταν χρώματος ξεθωριασμένα –ήντα, του έβαλε διπλή μερίδα κόκκινο μαρτίνι σε νεροπότηρο κι ένα μπολ με φιστίκια και στραγάλια, η ώρα πήγε εννιάμιση, δέκα, δέκα και μισή, έφαγε άλλες δυο μερίδες στραγάλια σκέτα -γιατί τα φιστίκια δεν συνέφεραν το μαγαζί με ένα ποτό μονάχα- αλλά sweetmamma γιοκ. Στις έντεκα παρά είκοσι ακριβώς τους άδειασε τη γωνιά, αφού πρώτα έριξε ακόμη ένα -το έβδομο- κατούρημα «για το δρόμο». Μετά μπήκε στο 23 «Ν.Σ.Σταθμός-Συκιές» και ορκίστηκε μόλις φτάσει σπίτι να κάνει unfriend αυτή την άκαρδη.
Μέσα στο λεωφορείο άρχισε να σκέφτεται τι θα πει της Σωτηρούλας, μέχρι που θυμήθηκε ότι δεν είχε βγάλει εισιτήριο και το μεγάλο άγχος στραγγάλισε το μικρό. Από το κούνα-κούνα και το σταμάτα-ξεκίνα ζαλίστηκε, μπορεί να έφταιγε και το βερμούτ, μπορεί κι ο οδηγός που βιαζόταν να τελειώσει βάρδια για να πάει στο Blue Iguana Live, να χαζέψει κώλους. Ανακατεύτηκε και κατέβηκε μια στάση νωρίτερα, αυτό ήταν αποκοτιά -σκέφτηκε καθυστερημένα- , καλύτερα να μπω ξεβράκωτος στις δυο τα ξημερώματα στο Bar Me παρά να περπατήσω μόνος στη γειτονιά μου νυχτιάτικα. Σταυροκοπήθηκε που ο θεός τον έκανε στρέιτ και αν απορείς πώς ήξερε το Bar Me, κακώς απορείς.
Ξεκλείδωσε την εξώπορτα της οικοδομής στις εντεκάμιση, την κλείδωναν από τις εννιά το βράδυ -εφτά το χειμώνα-. Όποιος δεν είχε κλειδιά μαζί του ή συγγενή πρώτου βαθμού στην άλλη άκρη του θυροτηλέφωνου να του ανοίξει μέσα σε ένα λεπτό, τον τρώγαν σαν kofta οι πακιστανοί αν δεν είχαν -στο μεταξύ- προλάβει να τον ξεκοκαλίσουν οι γεωργιανοί που παραφυλάγαν πίσω απ’ τον μεγάλο κάδο με τα μπάζα στην απέναντι γωνία. Πριν τρεις μήνες αυτοί είχαν φάει μια γριά -που την βρήκαν μετά στο Χαρίσειο γιατί βαρέθηκε να ζει μόνη- και ανήμερα Καθαρά Δευτέρα εξαφανίστηκαν δυο μικρά δίδυμα κοριτσάκια, θα ‘ταν δεν θα ‘ταν δεκάξη, που κάποιος είπε ότι τα είδε μέσα στις λαγάνες που μασουλούσαν τρεις ρουμάνοι καθισμένοι στα σκαλιά της πολυκατοικίας που μέναν τα δίδυμα, για τέτοιο θράσος μιλάμε. Αν είχαν και ταραμά θα κινδύνευε ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο, βάλε και ελιές και μετά θα χρειαζόταν να εκκενώσουν και την Κασσάνδρου και την Αγίου Δημητρίου μαζί. Δυο μέρες μετά τα κοριτσάκια επέστρεψαν σπίτι, πήγαν μια εκδρομή με φίλους τους στις Πρέσπες, για τέτοιο θράσος μιλάμε, να δεις που αυτά θα είχαν και σελίδα στο φέισμπουκ. Οι ρουμάνοι μάλλον όχι.
Όταν μπήκε στο σπίτι όλα τα φώτα ήταν σβηστά, μόνο η τηλεόραση έπαιζε Λιακόπουλο, πάλι πούλαγε αυτός εφτά βιβλία ένα εικοσάρικο, πότε τα γράφουν, πότε τα τυπώνουν, μόνον η ΝASA και τα μυστικά τυπογραφεία των Μάγια το ξέρουν. Η Σωτηρούλα ήταν καθισμένη στον τριθέσιο αμίλητη με τα πόδια της πάνω, σκεπασμένη από τη μέση και κάτω με μια αχρησιμοποίητη ως τότε κουβέρτα -πλεκτή με βελονάκι- της προίκας της που μύριζε κλεισούρα και ληγμένα οιστρογόνα. Κανείς τους δεν μίλησε και τι να προλάβεις δηλαδή να πεις άμα ανοίξει το στόμα του ο Λιακόπουλος. Κάθησε στην άκρη του καναπέ χωρίς να βγάλει το σακάκι του, μόνο τα παπούτσια άφησε στη θέση τους δίπλα στην πόρτα μπαίνοντας, κανόνας Σωτηρούλας απαράβατος, ή ξυπόλητος ή πετάς, εγώ καθαρίζω, εγώ σφουγγαρίζω, μόνο δικές μου πατημασιές θα υπάρχουν εδώ μέσα.
Μετά από τρεις συγκρατημένους αναστεναγμούς που κράτησαν πέντε λεπτά -κι αφού στο ενδιάμεσο ο Λιακόπουλος πρόλαβε και φώναξε εφτά φορές «σε μένα η κάμερα»-, της είπε «δεν ήρθε». Ούτε παραπονεμένα, ούτε θυμωμένα, ούτε πικραμένα. Απολογητικά. Σα βρεγμένη γάτα, δαρμένος σκύλος, άντρας που μόλις ανακάλυψε ότι η γυναίκα του διάβασε όλα τα sms του, καλύτερα ζώο και βασανισμένο κι ας με σταυρώσει η φιλοζωική, δεν το συζητώ. Δεν του απάντησε, δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει και αυτή της η σιωπή ήταν χειρότερη κι από γιατρού την ώρα που κοιτάζει την αξονική. Θέλησε να σηκωθεί να πάει στο κρεβάτι του αλλά οι ενοχές του -μια που την άφησε μόνη βραδιάτικα, μια εκείνο το «να σου κοπούν τα πόδια»– τον είχαν καρφωμένο στον καναπέ, στο πλάι της.
«Κοίτα τι μου ‘κανες κακούργε» είπε τραβώντας την κουβέρτα απ’ τα πόδια της, «σ’ ευχαριστεί τώρα αυτό; πες μου, αυτό ευχήθηκες;».
Εδώ -κοντά στην κορύφωση του δράματος- θα περίμενε κανείς κρατώντας την ανάσα του να διαβάσει ένα φτηνό συγγραφικό κολπάκι, που θα περιέγραφε με προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις οτι το «αυτό» δεν ήταν παρά τα κομμένα με το κουζινομάχαιρο πόδια της. Από το γόνατο και κάτω, πάνω τα είχε τα παχάκια της η Σωτηρούλα και δεν θα τέλειωνε πριν το ξημέρωμα. Γερό ήταν το μαχαίρι, προίκα της κι αυτό, ένα Wusthof Classic 23, οπότε δεν θα ζορίστηκε πολύ στο κόκαλο. Έτσι θα έπαιρνε την εκδίκησή της, κάνοντάς τον να λιώνει από ισόβιες τύψεις. Τι μίζερυ και χαζά, αυτό το σχέδιο ήταν επώδυνο μα και μεγαλοφυές ταυτόχρονα. Σωστά;
Λά-θος.
Μαχαίρι πάνω στο γυμνό της δέρμα δεν ακούμπησε. «Αυτό» δεν ήταν παρά η ουρά ενός ψαριού, στο extreme size της Σωτηρούλας, που ξεκίναγε μια σπιθαμή κάτω από κει που αν σκάλιζες πολύ και ανασήκωνες πεντέξι σάρκινες δίπλες θα ‘βρισκες τον αφαλό της. «Αυτό» ήταν μια γοργόνα που την ζωγράφισε ο Φράνσις Μπέικον και αμέσως μετά την έκανε χίλια κομμάτια, έτσι για να ΄χεις μια -έστω- θολή εικόνα του τι τρομαχτικό και μισοτελειωμένο αντίκριζε ο κεραυνοβολημένος και δακρυσμένος Αντώνης. Ένα από τα greatest hits του σουρεαλισμού. Το πώς συνέβη κάτι τόσο τραγικό κι αναπάντεχο και τι συζήτησαν μετά, μέχρι το ξημέρωμα, τα δυο ορφανά γέρνοντας το ένα στον ώμο του άλλου -επίπονη και επικίνδυνη μανούβρα για τους σκουριασμένους αυχένες τους- δεν θα το μάθουμε ποτέ και ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Δεν πρέπει όλες οι ιστορίες να είναι ξεδιάντροπα αδιάκριτες. Ξέρω μόνο πως εκείνη κάποια στιγμή του ζήτησε -αφηρημένα, από συνήθεια- να της τρίψει τα πόδια γιατί πιάστηκαν τόσες ώρες πάνω στον καναπέ κι εκείνος αγόγγυστα έφερε μια λεκάνη με ζεστό νερό από το μπάνιο και της έβαλε προσεκτικά την ουρά μέσα. Το νερό το κράτησε για να το κάνει ψαρόσουπα, αύριο. Αύριο θα έκοβε και την ευρυζωνική, τους ήταν άχρηστη πλέον.
Εκείνο που μπορώ με σιγουριά να σου πω τελειώνοντας είναι ότι ποτέ ξανά το πάτωμα δεν θα φιλοξενούσε τις πατημασιές της Σωτηρούλας πάνω του. Από κείνη τη μέρα κιόλας έπρεπε να μάθει να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού τσουλώντας και πλατσουρίζοντας σαν τη φώκια. Αυτά τα μάρμαρα είχαν σίγουρα ζήσει και καλύτερες μέρες….
Aπό το απέναντι δυαράκι, ανάμεσα σε μυρωδιές από καμμένο σπορέλαιο, σκουριασμένα κάγκελα, πεσμένους σοβάδες και ξεχειλισμένους σκουπιδοντενεκέδες, τα χείλια του Νάστα συνέχιζαν να πονάνε…
————————————
Φωτογραφία : arcphotodays(αυτό έλειπε να μην..)
πεφτω και παιρνω ρισπεκτια.Αψογος!
υγ μου θυμισατε πολυ Μαρια Κουγιουμτζη,για ψαξτε το, νομιζω πως θα σας αρεσει 🙂
Efi X , ντρέπομαι ομολογώντας οτι αγνοούσα την ύπαρξή της. έψαξα. διάβασα. σας ευχαριστώ που με στείλατε για ψάξιμο
Εισθε ικανός και αρεστικός.
πρώτα τα σέβη μου. έπονται τα ευχαριστώ μου.
οι πατημασιές της…
.. .. δυο βήματα πάντα
τα-φτηνά-μπλουζ των ακάλυπτων
Έχετε δει πώς μεγαλώνει ξανά ένα κομμένο ποδάρι αστερία;…
Λίγο λίγο, με πόνο αλλά και πείσμα.
Ξαναγίνεται πόδι, εκεί που ήταν πληγή.
Έτσι και οι γοργόνες της Σωτηρίας, ή όποιες.
Τα ζώα της θάλασσας είναι παράξενα.
Είναι ευτυχισμένα όταν ζουν οδυνηρά μα και μαγευτικά πράγματα.
Συνέρχονται.
Μην τα φοβάστε.
τα πόδια μπορεί, οι συντάξεις όμως;
Εξαιρετικό κείμενο !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΥΓ Ν.Σ.Σ. – Συκιές . Ακόμα αυτό λέει η ταμπέλα αυτού του αστικού;
νομίζω ναι, οι Συκιές είναι ακόμη εκεί, τα τρένα δεν ξέρω για πόσο
καποιος προθυμος να εξηγησει την αλληγορια(?)or sth
αυτό ακριβώς θα ρώταγα κι εγώ
Πάντα καλά!
όλα καλά, αφού είμαστε πάλι εδώ δυο χρόνια μετά
Θέλετε να πείτε ότι ο Κρόιφ εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο;;;!!!
φοβάμαι πως ναι. νομίζω πως κι ο Λεβ Γιασίν σταμάτησε