Καθόμαστε και μετράμε βδομάδες και μέρες να βγει ο χειμώνας. Κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας με χαπάκια «πενήντα και σήμερα». Και μετά ρίχνουμε κλεφτές ματιές στο ημερολόγιο για το καλοκαίρι, υπολογίζοντας μεζούρες αντιβίωσης, «εκατονδέκα κι απόψε». Που και που καταπίνουμε καναδυο placebo αργίες -κάτι καθαροδευτέρες, πρωτομαγιές, πασχαλιές- ενδιάμεσα, οι τυχεροί. Είναι κι άλλοι πολλοί που έχουν αναγκαστική αργία μήνες, χρόνια.
Ο,τι και να ‘ρθει, για κάποιους, τους περισσότερους, θα είναι αλλιώς. Αγκαλιές σε διαθεσιμότητα, φιλιά σε εργασιακή εφεδρεία , σπέρμα φορολογημένο απ΄το πρώτο γραμμάριο, για να γελάσεις θα απαιτείται δίμηνη προειδοποίηση. Όλα αλλιώς θα είναι. Αφού από καιρό τώρα η αυθόρμητη χαρά σου ή το άθροισμα των μηνιαίων στιγμών ευτυχίας από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία κρίθηκαν παράνομα και καταχρηστικά.
Θυμήθηκα το Καζαβίτι όταν παρκάραμε κάτω, στο πλάτωμα, κι ανηφορίσαμε για τα πλατάνια. Παραγγείλαμε -Ιούλιος μήνας, το νησί έβραζε μα στο βουνό έβλεπες τους πόρους σου να ζωντανεύουν- μια φασολάδα για να τη μοιραστούμε κι από μια μοσχαρίσια μπριζόλα, αλλά «μη τις καρβουνιάσεις, ας στάζουν λίγο αίμα». Είπα να φέρουν μια καυτερή, του φώναξες «κι ένα κομμένο κρεμμύδι και θρούμπες, με λίγο λάδι, ξύδι και ρίγανη, δεν κατεβαίνει σκέτη η φασολάδα».
Μαζί με τα πιάτα ήρθαν στο τραπέζι και οι σφήκες. «Μη τις πειράζεις» μου είπες, «μυρίστηκαν σάρκα και κατηφόρισαν απ τις φωλιές τους, θα βάλουμε ένα κομμάτι κρέας παραδίπλα και θα μας αφήσουν να φάμε».
Είχες και δεν είχες δίκιο. Δεν ήταν εύκολο να μοιράζεσαι το πιάτο σου με τις σφήκες, προσέχοντας όταν φέρνεις τη μπουκιά στο στόμα να μη βάλεις κι ένα τέτοιο αγρίμι μέσα σου κι έχεις άσχημα ξεμπερδέματα μετά. Αλλά -είπαμε- μισή ώρα είναι, θα φύγουν τα πιάτα από μπροστά μας κι όταν μείνουμε μόνοι μας με τις μπίρες δεν θα μας καταδεχτούν άλλο, θα πιούμε και θα νυχτωθούμε με την ησυχία μας. Θα βλέπουμε από δω πάνω τα φώτα απ’ το λιμάνι χαμηλά, δεν θα σηκωθούμε απ’ τις ψάθινες καρέκλες -παρά μόνο για να αδειάσουμε την κύστη μας- κι όταν το πάρουμε απόφαση θα ΄χεις στον κώλο και στα μπούτια σου τα ωραιότερα ψαθοtattoo του σύμπαντος και θα ‘ναι δέκα το βράδι, σε μια πλατεία καρτ-ποστάλ, με δέκα γερόντια τριγύρω κι άλλους πέντε σαν κι εμάς, να πίνουν μπίρες, ούζα, μαλαματίνες και να γελάνε με το volume στα κόκκινα. Tότε, αν θυμάσαι, δεν είχε «κόφτη» στο γέλιο.
Μπορούμε εύκολα να ξαναπάμε εκεί και φέτος, το ξέρω, είμαστε απ’ τους τυχερούς, δεν το κάνω θέμα. Οι σφήκες όμως έχουν μπει πια μες στο σπίτι. Και για όπου και να ξεκινήσουμε, τρυπώνουν πρώτες πρώτες μέσα στη βαλίτσα. Με ήλιο, με φως, με γεμάτο τραπέζι, με άδειο, νύχτα, αυτές εκεί. Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνα και ξανά απ’ την αρχή. Στιγμή δεν μας αφήνουν μόνους.
Αν υπήρχε Ε.Σ.Ρ. για βλογς, σαν εκείνον τον θλιβερό Adam Sutler που λέει «δεν υπάρχουν σφήκες, άστεγοι, φτώχεια, πείνα και απελπισία αν δεν τα βλέπεις και δεν τα διαβάζεις, κόψε μαχαίρι την εικόνα και τις λέξεις λοιπόν», θα με είχαν ήδη κάψει ζωντανό. Για παραδειγματισμό.
Σήμερα -όμως- ήταν μια ωραία μέρα. Βγήκα και περπάτησα στον ήλιο, ανάμεσα σε ανθρώπους που πίναν τον καφέ τους ή απλά βλέπαν τα παιδιά τους να τρέχουν ανάμεσα σε περιστέρια, παγκάκια, μπαλόνια και κούνιες. Ήταν μια ωραία βόλτα. Μια βόλτα Lou Reed. Μια perfect day στα σπλάχνα της wild side. Έτσι θα πορευόμαστε από δω και μπρος.
Να μη ξεχάσω να ρωτήσω τις σφήκες αν σκοπεύουν να την ποινικοποιήσουν κι αυτήν.
—–
κερασμένο στη Niemands Rose
Και ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα. Οι συνθήκες ευμάρειας ή εκείνες της ανέχειας ωφελούν τις εικονοπλαστικές σκέψεις;
την ευμάρεια δεν την γνωρίζω προσωπικά, μπριζόλα έφαγα,πιο φτηνή κι απ τα τηγανητά καλαμαράκια ήταν εκείνη την εποχή
Κατά συνέπεια: “Ο,τι και να ‘ρθει, για κάποιους, τους περισσότερους, δεν θα είναι αλλιώς. Αγκαλιές σε πλήρη διαθεσιμότητα, φιλιά σε εργασιακή ετοιμότητα, σπέρμα απλόχερο, απ΄το πρώτο γραμμάριο, για να γελάσεις θα απαιτούνται δύο δευτερόλεπτα προειδοποίηση. Όλα δεν θα είναι αλλιώς. Αφού από πάντα η αυθόρμητη χαρά σου ή το άθροισμα των μηνιαίων στιγμών ευτυχίας από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία δεν έχουν ανάγκη καμίας νομιμότητας και δεν θα κριθούν ποτέ καταχρηστικά”.
Υπάρχει κάτι , που δεν μπορούν να το φορολογήσουν ή να το ποινικοποιήσουν (Δεν είμαι και 100% σίγουρη , αλλά έτσι νομίζω) Κάτι , που ακόμη και να το ποινικοποιήσουν , δεν θα μπορέσουν (μάλλον) να το “βουτήξουν” για “τιμωρία” ή πρόστιμο … ποτέ . Το να θυμόμαστε , να νοσταλγούμε και να ονειρευόμαστε τα “Καζαβίτια” των Καλοκαιριών μας .
—————-
Κάποτε πριν χρόνια , κάπου εκεί κοντά (στο Καζαβίτι) είχα μείνει ενεή (δεν ξέρω αν αυτό το “ενεή” είναι όντως το θηλυκό του “ενεός” , και θα με πάρει στο ψιλό κανένας “μορφωμένος” ) και καταγοητευμένη , όταν στην είσοδο ενός μικρού (χριστιανικού) κοιμητηρίου , σε μια κιγκελερία με ανακατωμένα … σταυρούς , τσαμπιά από σταφύλια, αμπελόφυλλα , και πετεινά του ουρανού διάβασα το περίφημο “Ηλύσια Πεδία” ….
Αυτή την ολβιότητα , ΔΕΝ μπορεί κανένας … μα κανένας , να μου την φορολογήσει , να μου την ποινικοποιήσει , να μου την επιτάξει , να μου την υποκλέψει … Κανείς .
στο εύχομαι ειλικρινά
Ακόμα και σε μια τοσο Perfect day, “It’s so cold in Alaska” (Caroline saysII):
άμα περιμέναμε να λειτουργεί σαν πρόζακ ο Λου, χαθήκαμε 🙂
Leon, μ’ αρέσει ο τρόπος που σκέφτεστε. αλήθεια
δεν ρωταω τωρα,,μυρισε η φασολαδα του θρακικου