οι σακκούλες *

24863432

Ένα πρωί -περασμένες έντεκα ήταν στις 4 Δεκεμβρίου, την ώρα που έβγαινε να πάρει γάλα για τη μικρή- είδε, μάλλον αφηρημένος, το πρώτο καρφί. Στην κολώνα της πυλωτής, δεξιά απ’ την είσοδο. Το θυμήθηκε δυο μέρες μετά, ανήμερα Αγίου Νικολάου, όταν είδε και δεύτερο, στην απέναντι κολώνα. Αν είχε καθαρό μυαλό θα μπορούσε να αναρωτηθεί «τι διάολο». Δεν είχε. Σε τρεις μέρες τα καρφιά γίναν εφτά. Ελάχιστες κολώνες δεν τρυπήθηκαν απ’ τα ατσαλόκαρφα, μόνο οι πίσω πίσω, στον ακάλυπτο. Για λόγους οικονομίας είχαν βγάλει τις μισές λάμπες, τις άλλες μισές τους τις έκλεψαν. Εδώ και μήνες κλέβαν τα πάντα. Ακόμη κι ανθρώπους, ειδικά ανθρώπους.

Μια Παρασκευή που δεν πήγε στη δουλειά -το τρίτο αναγκαστικό ρεπό της βδομάδας- περπάτησε στην άδεια γειτονιά, λίγο πριν σκοτεινιάσει. Για να καθαρίσει το μυαλό του, πριν βρωμίσει από πολύ άσχημες σκέψεις. Τα καρφιά τώρα ήταν παντού, κάθε τοίχος, κάθε κολώνα, κάθε περβάζι κι ένα καρφί. Όλα ενάμιση μέτρο ψηλά. Έμεινε να κοιτάζει τις τρύπες, τα καρφιά και τα τσιγκέλια σαν να τριγυρνούσε -σε μια άλλη, παλιότερη ζωή- σε διάδρομο της Tate ή κανένα από τα malls της Γκουγκενχάιμ. «Κάποιος παλαβός παίζει» ήταν το μόνο που κατόρθωσε να σκεφτεί.

Προπαραμονή Χριστουγέννων είδε μια σακκούλα δεμένη σε κάθε καρφί. Απ’ αυτές τις φτηνιάρικες των σουπερμάρκετ, που αν βάλεις τρία πράματα μέσα ανοίγουν στα δυό ή κάνουν μια τρύπα μεγάλη όσο ένα αβγό. Φυσούσε. Οι σακκούλες κάναν φασαρία, πατ πατ πατ και πηγαίναν περαδώθε αλλά ήταν γερά πιασμένες πάνω στα καρφιά. Τις χάζεψε πολλή ώρα, δεν κατάλαβε τίποτε. Εδώ και καιρό καταλάβαινε όλο και πιο λίγα, για να προστατεύεται.

Ξημέρωσε παραμονή. Απ’ τον ουρανό έπεφτε ένα υγρό πράμα σαν να ΄σαι πουκάμισο και σε ψεκάζουν λίγο πριν σε σιδερώσουν. Κακοπλυμένο πουκάμισο όμως, όχι μπουζάτο. Με τριμμένο γιακά και μανσέτες, με λειψά κουμπιά.

Περίμενε να δει -την ώρα που κατέβηκε για να πάρει γάλα και τσιγάρα- τις σακκούλες μισογεμάτες. Με ένα πακέτο μακαρόνια, λίγο αλεύρι, καμιά σοκολάτα, δυο κονσέρβες με γάλα ή με κορνμπιφ, ένα ψωμί στην καθεμιά τους. Μ’ αυτά τα λιγοστά έστω, εκεί πάνω, ενάμιση μέτρο πιο ψηλά απ’ τα τσιμέντα και την άσφαλτο, για να μη τα αρπάξουν σκυλιά και γάτες και πάνε στράφι, ψυχή έχουν κι αυτά τα ζωντανά μα σειρά έχουν οι άνθρωποι.

Κι εγώ αυτό ήθελα να δω. Ή να διαβάσω, έστω. Οι ιστορίες είναι ο,τι τις κάνεις να είναι. Τις ιστορίες τις κάνεις κουμάντο, τη ζωή όχι εύκολα. Εκεί που λες «σ’ έχω», εκεί σου βγάζει γλώσσα σαν τον Τζόκερ, «μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι». Και σε σκίζει σε δέκα κομμάτια, αγνώριστο σε κάνει, ένα τέρας.

Λοιπόν, οι σακκούλες ήταν άδειες. Ξεσκισμένες απ τον αέρα, κουρέλια, ρετάλια, παρτάλια, μια ασχήμια ατέλειωτη σε μια άσχημη πόλη. Που δεν είχε φέτος ούτε ένα λαμπιόνι σε ένα μπαλκόνι, ούτε μια φωτισμένη γιρλάντα στους δρόμους, ούτε έναν ψεύτικο αγιοβασίλη να τριγυρνάει πουλώντας μπαγιάτικο παραμύθι.

Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατέβηκε. Λίγοι αντέχουν να κατέβουν στους δρόμους μιας πόλης που τέτοια μέρα δεν βλέπουν πάνω τους ούτε ένα παιδί να λέει τα κάλαντα. Ούτε ένα. Μουγκή πόλη. Βουβή. Κουφή. Σαν χτυπημένη από πανώλη. Μήτε ο Καρό με τον Ζενέ, μηδέ ο Γκαίτε και τ’ αδέρφια Γκριμ αξιώθηκαν ποτέ να γεννήσουν τέτοιο φάντασμα.

Χωρίς να ξέρει γιατί, πήγε χτύπησε στα γερόντια, στο απέναντι διαμέρισμα. Κάναν πέντε λεπτά να του ανοίξουν. Θες ο φόβος, θες τα γαμημένα γόνατα, θες ότι δεν περιμένεις κανέναν να σου χτυπήσει την πόρτα πια, πλήν Χάρου, κάποια στιγμή, σύντομα.

«Το βράδι σας περιμένουμε δίπλα» τους είπε, «όχι σπουδαία πράματα, ένα πιάτο, ένα ποτήρι κρασί, για την παρέα, μέρα που ‘ναι».

 

Άμα σου πω ότι οι ξεσκισμένες σακκούλες γεμίσαν με ομορφιά, να το πιστέψεις.

—–

* γραμμένο για το Μπαχάρ τ.4

6 thoughts on “οι σακκούλες *

  1. Τί σ’ έπιασε , παραμονές Πασχαλιάς ?…
    Τί φοβάσαι ? Μην “ξεχαστούμε” μέσα στην ευμάρεια ή μέσα στην ευδαιμονία της Άνοιξης ?

    1. Νοέμβριο γράφτηκε, πάλι καλά να λες που δεν τυπώθηκε τον Δεκαπενταύγουστο

Leave a reply to kapa Cancel reply