πανωαποστρατού, κατωαποπαπάφη

26727158 (1)

Ασανσέρ δεν υπήρχε. Τα σκαλιά μέχρι τον δεύτερο όροφο ήταν εικοσιτέσσερα. Συν άλλα οκτώ μετά την εξώπορτα της οικοδομής, σύνολο τριανταδυό. Εξ αρχής δηλαδή χαμένη παρτίδα. Από κείνες τις κάλπικες, που παίζαμε με φασόλια πάνω στα ρετάλια της «καλής» τσόχας των μεγάλων.

Εικοσιέξη

Δώσε

Τριανταέξη, κάηκες

Μπαίνοντας πάντα η ίδια μυρωδιά, να πλανιέται σε κάθε κοινόχρηστη γωνιά. Είτε στις εννιά το πρωί, είτε στις εννιά το βράδι. Τσιγαρισμένο κρεμμύδι, πατάτες γιαχνί, κάτι σαν βρασμένο λάχανο ή κουνουπίδι, φτηνές χημικές βόμβες. Κρέας, μια τσίκνα της προκοπής δεν θυμάμαι να συναντήθηκε ποτέ με τη μύτη μου στους διαδρόμους και στις σκάλες. Ούτε ένα κέικ, μια πίτα, ένα τσουρέκι, ένα ρεβανί, κάτι που να χαϊδεύει πρώτα την ψυχή σου και μετά την όσφρηση. Το καλό βούτυρο κι η ζάχαρη θαρρείς και ήταν επικηρυγμένα στη Θεαγένους Χαρίση.

Η Βίκυ Λέανδρος όμως δεν ήταν. Ούτε ο Αλ Μπάνο. Όταν ήταν «κατάλληλη» η ώρα, δηλαδή μεταξύ δέκα και δώδεκα το πρωί και έξη με εφτά το απόγευμα, χτυπούσα το διπλανό κουδούνι με όλο το θράσος των έντεκα χρόνων μου, άνοιγε η Μαρία -σπάνια η Αρετή, οι μεγάλες αδερφές δεν κάνουν τέτοιες αγγαρείες-, το σπίτι τους μύριζε βουτυρόμελο, φυτίνη και λακ,  με πέρναγε στο σαλόνι, καθόμασταν στο πάτωμα (δρύινο βήτα διαλογής ή μουσαμάς, θα σε γελάσω) και τα 45ρια ξεδιπλωνόταν σαν ακορντεόν, μέσα σε μια θήκη που χώραγε καμιά εικοσαριά, μπορεί και παραπάνω. Ποτέ ακορντεόν, ή πρωτοξάδερφό του, δεν ακούστηκε τόσο όμορφα ως σήμερα. Ποιος Lagrenne, ποιος Πιατσόλα και ποιος Bentos.

«Διάλεξε» έλεγε. Πήγαινα να πιάσω Gianni Morandi ή ένα του Adamo που πολύ με μέλωνε, μα προλάβαινε εκείνη να βρει άλλο. Πάντα προλάβαινε.

Δεν με πείραζε, δεν μ’ ένοιαζε να διαλέξω. Τα πόδια της χάζευα. Τέσσερα ή πέντε χρόνια μεγαλύτερη από μένα ήτανε. Είχε αληθινά πόδια, όχι τσακνιά σαν τα συνομήλικά μου. Αληθινά πόδια και πικάπ Philips, με καπάκι που γινόταν ηχείο. Για να ακούω, πρωί απόγευμα, το «Πες μου πως μπορείς», το «après toi» και το «Μυστικό». Και μετά το «Io di notte», το «Nel sole» και το «Pensando a te». Κατά τα άλλα εγώ διάλεγα. Αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Αρκεί που έβλεπα τα απλωμένα πόδια της μια σπιθαμή μακριά απ’ τα δικά μου και ψευτοτραγούδαγα μαζί της Io di notte sono qui, e ripenso ancora a te κι ας μη καταλάβαινα ποιος io και τι ancora αλλά καταλάβαινα ότι η Μαρία αγαπούσε. Άλλον.

Τη μέρα που ετοιμαζόμασταν να επιστρέψουμε σπίτι μας -πεντέξη μέρες καθόμασταν, που φαινόταν μια αιώνας και μια δευτερόλεπτα- και η μάνα μου φιλιόταν με δάκρυα με την αδερφή της (εκείνα τα χρόνια ήταν μεγάλη υπόθεση τα διακόσια χιλιόμετρα που τις χώριζαν), της είπα μόλις τέλειωσε με τους αποχαιρετισμούς «θέλω να βάλω γυαλιά». Μάλλον ταράχτηκε γιατί με ρώτησε με λαχτάρα «γιατί αγόρι μου; τι συμβαίνει; δεν βλέπεις καλά;» και της απάντησα «δεν βλέπω καθόλου, να τώρα τη θεία δεν μπορώ να τη δω για να τη χαιρετήσω» και ξαναδάκρυσαν και οι δυο αδερφές με το αόμματο και μετά η μάνα μου είπε «τότε να πάμε σε γιατρό αύριο, να δει τι έχεις, να μας πει τι γυαλιά θα πρέπει να βάλεις» κι απάντησα «σε γιατρό εγώ δεν πάω, σαν του Αλ Μπάνο πες του, θα καταλάβει» και κατάλαβαν όλοι και μετά φορτώσαμε το Ρενώ 10 και αφήσαμε πίσω μας τη Θεαγένους Χαρίση, βάζοντας ρότα για μια πόλη που ούτε Μαρίες είχε, ούτε Αλ Μπάνο, ούτε Βίκυ Λέανδρος.

Μετά από λίγα χρόνια, δεν θυμάμαι πόσα, πληγώθηκα πολύ όταν άκουσα πως κάποιος Τζιν Πίτνει, κάπως έτσι, είχε κλέψει το «Μυστικό» της Βίκυ Λέανδρος, ξεδιάντροπα κι απάνθρωπα. Οι πίσω μέρες μου ξηλώθηκαν για τα καλά όταν έμαθα ότι η Μαρία μετακόμισαν.

Τις προάλλες ξανανέβηκα στον δεύτερο όροφο, πάω συχνά εκεί πλέον. Τα σκαλιά είναι ακόμη τριανταδύο. Η θειά μου δεν ζει πια εκεί. Το διαμέρισμα ξηλώθηκε και ξαναφτιάχτηκε απ΄την αρχή. Οι μυρωδιές στην είσοδο, στους διαδρόμους, στις σκάλες είναι ίδιες, σα να μη πέρασε μια μέρα. Ησυχία παντού, θαρρείς και πίσω απ΄τις πόρτες ζουν και παραμονεύουν αράχνες κι όχι άνθρωποι. Μερικές φορές νομίζω πως θ’ ακούσω -την ώρα που ξεκλειδώνω για να μπω στο σπίτι- κανένα Perchè, ma perchè questa notte να ξεγλιστράει απ την διπλανή πόρτα, να ΄ρχεται κοντά μου και να περιμένει να ανάψω το φως για να καθήσει στον καναπέ και να τα πούμε σαν δυο παλιά φιλαράκια, που βρέθηκαν ξανά μετά από αιώνες. Νομίζω, μα μουσική δεν άκουσα ποτέ. Ποτέ. Μόνο πατάτες γιαχνί.

Μπαίνοντας αφήνω πάντα στο ράφι κάτω απ΄τον καθρέφτη, κλειδιά, γυαλιά και ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπό μου για να πάρω ανάσες. Όσο μεγαλώνει κανείς, τόσο τα τριανταδυό σκαλιά ψηλώνουν και ψηλώνουν και ψηλώνουν.

Τα γυαλιά…

Α ναι. Ίδια με εκείνου είναι. Μα άργησα καμιά σαρανταριά χρόνια.

η φωτογραφία  από arcphotodays

3 thoughts on “πανωαποστρατού, κατωαποπαπάφη

  1. Εγώ δεν έβλεπα την τύφλα μου στα αλήθεια κι η μάνα μου δεν ήθελε να με πάει στο γιατρό. Νόμιζε πως το έκανα επίτηδες για να μοιάσω στον Αλ Μπάνο.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s