Αύγουστος

27142271 (1)

 

 

Είμαι ο Έρνεστ Γουόκερ και θέλω να σας διηγηθώ το μικρό παράπονό μου.

Έφτασα δεκατρία και η μάνα μου δεν μ’ έστειλε ποτέ σε κατασκήνωση, για την ακρίβεια μ’ έστειλε μόνο μια φορά για τρεις μέρες και την τέταρτη περίμενε -βάφοντας ,νυχτιάτικα, κοραλλί τα νύχια της- το ταξί που με γύρισε πίσω, προσφορά του διευθυντή της κατασκήνωσης «Οι Τυφλές Φώκιες»¹ στο Κίτερυ Πόιντ που -όπως έμαθα αργότερα- της είπε στο τηλέφωνο «Νέλλυ, κάτι δεν πάει καλά με το βλαστάρι σου, στον επιστρέφω για να επιληφθείς».

Όταν επιλήφθηκε κατάλαβα πως το μόνο μου αμάρτημα ήταν που επέμενα τα βράδια-τρία πρόλαβα όλα κι όλα-να μαζεύω γύρω μου τα άλλα παιδιά για να τους λέω τις ιστορίες που αγαπούσα να βλέπω στον ύπνο και στον ξύπνιο μου : για το μαύρο τριχωτό καβούρι με τις εφτά δαγκάνες που κομμάτιαζε τα τζούφια κρανία των κακομαθημένων αγοριών που το παίζαν αρχηγοί, το ακέφαλο φίδι με τα τρία κεφάλια στην ουρά που είχε συνήθειο να τρυπώνει στα κρεβάτια και ύστερα ανάμεσα στα πόδια των κοριτσιών που φορούσαν σιδεράκια και μίλαγαν πολύ και φίλαγαν λίγο, για τον λύκο που είχε όχι μόνο τα μαλλιά αλλά και τη φωνή της κοκκινοσκουφίτσας μα σκότωνε πιο αλύπητα κι από τον Χίτμαν² , για τη νεροχελώνα που είχε σαγόνια σαν του μεγάλου γαλάζιου καρχαρία -αλλά όχι στο στόμα μα στην κοιλιά της- και σάρωνε ο,τι ζωντανό και πεθαμένο βρισκόταν στο δρόμο της, για την διάσημη κότα Bostonian³ που είχε ενάμιση μέτρο ύψος και έναν χαυλιόδοντα αντί για ράμφος, για τα φριχτά μοβ σκουλήκια που ζούσαν πάνω στις άρρωστες λεύκες και τρεφόταν με τις τσίμπλες από τα μάτια όσων παιδιών αργούσαν να ξυπνήσουν το πρωί (μερικές φορές, κάποια γέρικα τυφλά σκουλήκια ζαλισμένα από την πείνα έτρωγαν ακόμη και τα μάτια αλλά το ορκίζομαι ότι δεν το έκαναν από κακία), για τα χωρίς πόδια σκυλιά που δεν μπορούσαν να γαβγίσουν αλλά δείχναν μόνο τα άσχημα και βρωμερά δόντια τους κουνώντας σα τρελά το κεφάλι τους δεξιά κι αριστερά μέχρι που αυτό ξεκόλλαγε απ’ τη θέση του και κατρακυλούσε ως τα κόκκινα βράχια που κάναμε το απογευματινό μας μπάνιο, για τα διάφανα ψάρια που είχαν δυό ζευγάρια πόδια, βράγχια στην πλάτη  και δεν κολυμπούσαν αλλά καρτερικά περίμεναν τα κεφάλια των σκύλων που κατηφόριζαν προς τη θάλασσα κάθε απόγευμα (ποτέ δεν μάθαμε ως σήμερα τι έκαναν με τα κεφάλια αυτά κι αν έτσι γεννιούνται τα σκυλόψαρα αλλά μου φαίνεται πολύ ανόητος τρόπος για να γεννηθεί ένα σκυλόψαρο), ακόμη και για το τρελό παγώνι τους είπα, που είχε σπαθιά αντί για φτερά στην ουρά του κι αλίμονο σ όποιον άκουγε μέσα στη νύχτα την τρομερή κραυγή του και τον ήχο από λάμες που κομματιάζουν ανθρώπους, ζώα και φυτά. Ήθελα να τους πω και για τα άσπρα μυρμήγκια που τρώγαν ζωντανούς όσους δεν είχαν ακόμη κλείσει τα δεκατρία την μέρα που ήταν η δεύτερη πανσέληνος του σκοτεινού μήνα Αύγουστου, ενώ την ώρα που ξεκίνησα να τους διηγούμαι για τη χοντρή γιγάντια βδέλλα που βγαίνει από την τρύπα της τουαλέτας και ρουφάει βαθιά μέσα στο υγρό χώμα αυτούς που ρίχνουν απερίσκεπτα ακαθαρσίες πάνω της και μερικά μαμμόθρεφτα σαν τον Νίκυ Μπλαντ άρχισαν να μυξοκλαίνε, μπήκε απρόσκλητος ο ομαδάρχης που είχε δεν είχε κλείσει τα δεκάξι και αρπάζοντάς με από το μπράτσο (εκείνο που μελάνιασε από την Κλαίρ Ο’Χάρα  που με κρατούσε σφιχτά όσο η βδέλλα ανέβαινε στην επιφάνεια) με πέταξε έξω από τον θάλαμο κοιτάζοντάς με σαν κακό γκόλουμ που πρέπει να το ρίξουν μέσα σε δυό σακιά αναμμένα κάρβουνα ελπίζοντας να πεθάνει αργά, βασανιστικά και τελετουργικά.

Σακιά με κάρβουνα δεν είχαν, αυτά γινόταν την εποχή που ο μπαμπάς μου πήγαινε κατασκήνωση στο Σάουθ Φρήπορτ † και τρώγαν διάφορα ξεράσματα. Εμείς τώρα είχαμε γκριλ και ωραίες ηλεκτρικές ψηστιέρες για σωστό μπάρμπεκιου, κι έτσι αποφάσισαν να μη με κλείσουν ανάμεσα σε δυό αντιστάσεις γιατί έχει και το αργά τα όριά του, με παρουσίασαν -λοιπόν- μπροστά στον διευθυντή της κατασκήνωσης που ήταν και πορτιέρης στην εκκλησία του Αγίου Λουκά στο Πόρτλαντ του Μέιν όπου κηδέψαμε το μπαμπά μου αλλά πουλούσε και υφάσματα όταν έκλεινε η κατασκήνωση το Σεπτέμβρη, από αυτά τα φτηνιάρικα που έφερνε τακτικά στο σπίτι αφού πέθανε ο μπαμπάς και η μάνα μου του έλεγε πως ούτε καναπέδες δεν θα καταδέχονταν να τα φορέσουν, αυτός λοιπόν αφού με κοίταξε απ τα νύχια ως τα σκονισμένα μαλλιά μου είπε στους άλλους που στεκόταν τριγύρω του «βγάλτε τη μάνα του μαλακισμένου στο τηλέφωνο και φωνάξτε ένα ταξί, δεν θα περιμένω να ξημερώσει».

Δεν ξέρω τι τους είπε η μάνα μου στο τηλέφωνο περασμένα μεσάνυχτα αλλά ξέρω πως είναι πολύ μεγάλη αγένεια να ξυπνάς τους άλλους στα καλά του καθουμένου, ξύπνησαν και ένα ταξί στο διπλανό ψαροχώρι το Κατς Άιλαντ ή μάλλον τον  οδηγό του γιατί τα ταξί ποτέ δεν κοιμούνται, δεν είμαι όμως και σίγουρος γιατί είχα ακούσει παλιά μια ιστορία για ένα κίτρινο ταξί που κυκλοφορούσε τις νύχτες και κατάπινε παιδιά, ούτε ήμουν και βέβαιος αν το ταξί που περίμενε έξω από την σιδερόπορτα για να παραλάβει εμένα και τη μικρή μου τσάντα ήταν αυτό το κίτρινο ταξί που πεινούσε αλλά ίσως να μην ήταν γιατί δεν ήταν κίτρινο αλλά πορτοκαλί, ίσως πάλι απλά να άλλαζε χρώμα όσο περνούσε η ώρα και χόρταινε, δεν πρόλαβα να δω ποιος καθόταν πίσω από το τιμόνι όταν κόλλησε η πλάτη μου στο κάθισμα και μέσα σε ένα σύννεφο από σκόνη και άσχημες βρισιές (που ντρέπομαι να τις γράψω κι αυτές εδώ) να με ακολουθούν, κατηφορίσαμε το στενό δρόμο που έβγαζε στη διασταύρωση και μετά στην άσφαλτο.

Σ όλη τη διαδρομή στην 95 δεν έβγαλα μιλιά. Το ίδιο κι ο οδηγός που μου φαινόταν να ροχαλίζει αλλά ούτε στιγμή δεν λοξοδρομήσαμε, ούτε ένα φως μας τύφλωσε από απέναντι. Ήταν πράγματι ένας καταπληκτικός οδηγός που θα ήταν άξιος αντίπαλος του Ρόμπυ Γκόρντον* αν οδηγούσε κι αυτός μια ασπροκόκκινη γυαλιστερή Σεβρολέ Τζιμ Μπιμ κι όχι ένα πορτοκαλί ταξί που είχε κρεμασμένη μια φωτογραφία κάποιας μισόγυμνης ξανθιάς στον καθρέφτη του και έναν μαυροντυμένο κύριο για συνοδηγό που δεν κατόρθωσα να τον δω καλά και τραγουδούσε μονότονα «Because you’re mine, I walk the line», αν γίνω οδηγός ταξί όταν μεγαλώσω θα έχω τη Σακίρα συνοδηγό, μπορεί και τον Μπίλυ Τζο** αν δεν δεχτεί η Σακίρα και το ταξί θα το έχω συνεταιρικά με τον φίλο μου τον Τζέισον που πέθανε πριν τρία χρόνια την ώρα που δοκίμαζε να καταπιεί μια ολόκληρη τομάτα ενώ η μάνα του φώναζε «θα πνιγείς ηλίθιο, φτύσ’την βλαμμένο» και πνίγηκε, πριν πνιγεί έγινε κόκκινος σαν την τομάτα, μετά πράσινος σαν καρπούζι και στο τέλος κίτρινος σαν τις μπανάνες Εκουαδόρ που σιχαίνομαι, έτσι όμως είναι οι φιλίες και δεν πεθαίνουν εξαιτίας μιας τομάτας, το ταξί θα το έχουμε μαζί και τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν θα κάθεται δίπλα μου ούτε ο Μπίλυ ούτε η Σακίρα αλλά ο Τζέισον κι ας είναι κίτρινος και πράσινος και κόκκινος μαζί. Χτες το βράδυ όταν τους έλεγα πως τις νύχτες δεν φοβάμαι να τριγυρνάω έξω από τους θαλάμους μόνος γιατί κρατάω τον Τζέισον από το χέρι, αυτά έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν γιατί δεν είχε κανέναν Τζέισον η κατασκήνωση, καλύτερα έτσι γιατί τα βράδια που ο φίλος μου ερχόταν να κοιμηθεί στο κρεβάτι μου δεν ήθελα κανείς να του μιλάει γιατί ήταν δικός μου φίλος και σε κανέναν δεν τον χάριζα, σιγά τις φιλίες που κάνουν οι μεγάλοι, όλο παρέα κι όλο γκρίνια και μαχαιρώματα πισώπλατα, «Ντόναλντ μην αφήσεις τον Τεντ να σου ξαναπουλήσει μούρη για το εξοχικό στο Κέιπ Ελίζαμπεθ» έλεγε η μάνα μου στον μπαμπά πριν τον βρει πεσμένο μισό μέσα στη μπανιέρα και μισό έξω , «θα δεις τι αμάξι θα σου πάρω γω μωρό μου» της είχε πει αυτός όταν είδε το καινούριο Ντοτζ της κυρίας Κίντμαν αλλά ούτε που πρόλαβε να βγει απ’το μπάνιο και έμεινε η μαμά μόνη με μένα και το παλιό Φορντ, οι μεγάλοι το μόνο που ξέραν να μοιράζονται ήταν ένα λογαριασμό κάθε Σάββατο που πηγαίναν για αυγά με σπαράγγια στο diner του Γιούρι στο Ιστ Εντ και τις ντάιετ Πέπσι και τις μπύρες για το μπάρμπεκιου πάρτι στις τέσσερις Ιουλίου, εγώ ολόκληρο ταξί θα μοιραστώ κι ας το μετανιώσω αργότερα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στη γωνία του σπιτιού και είδα το φως αναμμένο, κανείς δεν με περίμενε έξω αλλά έτσι πρέπει, είμαι μεγάλο παιδί και δεν είχα ανάγκη από χαϊδολογήματα, πήρα αγκαλιά την μικρή μου τσάντα με τα ρουχαλάκια μου, έβαλα το κλειδί στην πίσω πόρτα και είπα μπαίνοντας «πάλι εδώ είμαστε» και η καημένη η μαμά μου δεν κατάλαβε πάλι τι πάει να πει «είμαστε» αλλά ήταν πολύ νυσταγμένη και κατάφερε μόνο να πει -ανακατεύοντας με τα δάχτυλά της που μύριζαν όζα τα μαλλιά μου – «θα τα πούμε το πρωί, εντάξει;»

Είμαι ο Έρνεστ Γουόκερ και θέλω να σας πω ότι ακόμη δεν καταλαβαίνω γιατί είναι πιο τρομαχτικός ο μαύρος κάβουρας με τις εφτά δαγκάνες από την ιστορία της σιντερέλλα***, κάποια μέρα ξεκίνησε να μου διηγείται γι αυτήν την κακόμοιρη η γιαγιά μου που ζει τώρα σε ένα σπίτι μόνο για γέρους , αυτή η καημένη κοπέλα λοιπόν όλη μέρα σφουγγάριζε ένα σπίτι με τρεις σοφίτες σαν της θείας Ώντρει που την έστελνε ακόμη ο θειος Σάιρους -ο αδερφός του μπαμπά- να δουλεύει στο Γουολ Μαρτ ‡ της λεωφόρου Ντίρινγκ, κι έτρεχε μετά -η σιντερέλλα, όχι η θεία μου- στους ορθοπεδικούς για τα τσαλακωμένα της γόνατα και ούτε ένα ευχαριστώ δεν άκουσε για το παρκέ και το σιδέρωμα που της ρούφηξαν τα νιάτα της και σα να μην της έφταναν όλα αυτά, έρχεται μετά κι ένας περίεργος που έκανε τη δουλειά του πρίγκιπα και της φοράει ένα παπούτσι τριανταδύο νούμερο που ούτε το φλιτζάνι του καφέ χώραγε μέσα του αλλά αυτή πόναγε κι έκλαιγε και το φόραγε και πάλι έκλαιγε, κάτι τέτοια κάνει κι η μάνα μου με τα ρούχα της αλλά την αγαπάω γιατί είναι μάνα μου κι ας μη με ξανάστειλε σε κατασκήνωση αλλά στον κύριο Σ.Ε.Κίνγκ ®© που όλο με ρωτάει τι βλέπω στον ύπνο μου και τι όταν είμαι ξύπνιος και γράφει και σβήνει και μιλάει σε ένα μικρό κασετοφωνάκι τρίβοντας ευτυχισμένος τα χέρια του, αλλά ποτέ δεν ρωτάει και τον Τζέισον που κάθεται πάντα δίπλα μου γιατί αν τον ρώταγε θα ήξερε πως έτσι είναι οι φίλοι, όλα από μισά τα έχουν και ποτέ δεν διαμαρτύρονται γιατί δεν είναι όλα τα καλά του κόσμου δικά τους….

♫♪

Σημειώσεις του μεταφραστού

¹   “The Blind Sea-Dogs “, παράρτημα της Y.M.C.A του Maine

²    Πρωταγωνιστής 3ps βίντεο γκέιμ , γνωστός και ως «Κωδικός 47»

³    Eκ Βοστώνης ορμώμενη, απλή συνωνυμία με την εγχώρια πουκαμισερί

†   Camp στο Casco Bay που λειτούργησε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 60 οπότε και  καταστράφηκε ολοσχερώς από επιδρομή τερμιτών

*  Οδηγός των NASCAR  και ο πρώτος Αμερικανός που κέρδισε σε σκέλος του Παρίσι-Ντακάρ

**    Τραγουδιστής και πρώτη μούρη πίστα των Καλιφορνέζων ρόκερς Green Day

***    γνωστή στην ημεδαπή και ως Σταχτοπούτα

‡   ο Νο 1 μπακάλης παγκοσμίως

®©   Ναι, Aυτός

5 thoughts on “Αύγουστος

  1. Ε ναι,αυτό μάλιστα.
    Αν και ο Έρνεστ είναι προφανές ότι δεν έχει δει τον Σίμο τόπλες και οι ιστορίες του μοιραία είναι λάιτ.

  2. Αν επιτρέπεται, από πού είναι το κείμενο; Εκτός αν είναι δικό σας, τότε με ξεγελάσατε για καλά…

    1. υποτίθεται οτι το έγραψε κάποιος Ned Sterling , τον Αύγουστο του 2006, για τον οποίο προσπάθησα σκληρά να βάλω ένα CV στη wikipedia αλλά η πόρτα ήταν αυστηρή. δυστυχώς είμαι υποχρεωμένος να αποδεχθώ την πατρότητα

  3. Ελπίζω σύντομα να το δούμε βιβλίο, είναι πολύ ενδιαφέρον

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s