Χτες βράδι στο μπαλκόνι -εκείνο που δεν σάλπαρε ποτέ γιατί τελικά δεν είχε σταγόνα καύσιμο μέσα του, υποθηκευμένο κι αυτό σ’ όλες τις τράπεζες του σύμπαντος μαζί- άκουγα μια γνώριμη κι απελπισμένη φωνή να λέει «I can‘t read my own note. I made a note and I can’t read it».
Περπατάς σα χαμένος μέσα στο σικαλοχώραφο. Κι ούτε ανθρώπου φωνή, ούτε κοράκου κρώξιμο ακούγεται. Μοναχά ο ήλιος που καίει το χώμα.
Μπροστά βρίσκονται όλα. Το φευγιό στο μυαλό ζει. Αν δεν βγάλεις εισιτήριο απ’ το γκισέ του (χωρίς να αποθαρρυνθείς και φοβηθείς απ’ την ατέλειωτη ουρά των «ναι μεν αλλά» που πρόλαβαν και πιάσαν σειρά πριν από σένα), δεν κάνεις βήμα μακριά απ’ αυτό που ξέρεις ότι κατά βάθος είναι τα -κάθε λογής- μπαλκόνια : το καταδικό σου Άμχερστ.
Μετράς Έμιλι τριγύρω και χάνεις το λογαριασμό. Μια ώρα -μακριά- είναι μια θάλασσα. Και ξεκινάς.
♫