Τα καλοκαίρια μου ως παιδί (τις βδομάδες δηλαδή πριν και μετά τις δέκα μέρες που με πήγαιναν στη θάλασσα και με τάιζαν ωραία ψάρια και ακόμη ωραιότερα Κλασσικά Εικονογραφημένα) τα έζησα σε πόλη. Μικρή, μα δεν έχει σημασία. Είχε -ακόμη από παλιά- περισσότερα τσιμέντα από δέντρα και αλάνες, μα γωνιές για να κρυφτείς σε σκιά υπήρχαν. Και τώρα κάτι ψευτοβρίσκεις μα δεν σε κρύβουν. Ούτε οι γωνιές, ούτε οι σκιές είναι αυτές που ήταν. Δεν ξέρω καν αν υπάρχουν αληθινές σκιές δηλαδή έτσι στριμωγμένες που είναι ανάμεσά μας. Τότε έλιωνα σόλες πάνω στους πλακόστρωτους δρόμους, ένα καλοκαίρι ξήλωσαν μια μια όλες τις πέτρες (λένε ότι τις πήγαν στην παλιά πόλη, να αντικαταστήσουν κάποιες πολύ γέρικες που ξεψυχούσαν) και ρίξαν άσφαλτο ως και κάτω απ’ το σπίτι μου και πιο ψηλά ακόμη. Ανοχύρωτη πόλη, παραδόθηκε αμαχητί. Από τότε δε μου βγάζεις απ΄το μυαλό πως θάψαν το καλοκαίρι κάτω από τόνους πίσσας κι αυτό μας εκδικείται, που δεν το υπερασπιστήκαμε, μικραίνοντας κάθε χρόνο και περισσότερο. Δεν τολμώ να πω «μέχρι να χαθεί για τα καλά μια μέρα», οι κακές σκέψεις πάντα βρίσκουν τρόπο να πιάσουν τζακποτ, με τις καλές ούτε τα λεφτά σου παίρνεις πίσω.
♪
Μου αρέσει να διαβάζω ωραίες ιστορίες για καλοκαίρια και διακοπές στο χωριό, όλα αυτά που δεν έζησα δηλαδή. Για νερά, πλατάνια, ρυάκια, κατσίκια στους δρόμους -και γελάδια, ενδεχομένως-, παππούδες καρτ ποστάλ, μπακάλικα με δέκα πράματα στα ράφια αλλά τα Χάροντς μια δεν πιάνουν μπροστά τους, στο υπογράφω. Διαβάζω και οι άκρες των χειλιών μου ανηφορίζουν μια στάλα -εντάξει, θυμάμαι ότι αυτό ανέκαθεν το λέγαμε χαμόγελο, αλλά κάποτε ήταν λιγότερο τσιγγούνικη αυτή η ανηφόρα, κόντευε να φτάσει στ’ αυτιά σου-. Γι αυτό κάνω βόλτες μέσα στις ιστορίες ανθρώπων που ζήσαν εκεί που εγώ δεν πήγα ποτέ. Μπας και κάποια στιγμή διασταυρωθούν οι δρόμοι μας και συναντηθούμε σε μιαν αναπάντεχη γειτονιά, ας είναι και με την πιο απλή γραμματοσειρά του κόσμου, με φακούς ή με καρπούζια φαναράκια. Με χιλιογδαρμένα γόνατα ή πάνω σε ποδήλατα με φουρφουράκια. Για να πάμε να πιούμε παρέα νερό, με κολλημένο το στόμα μας στη βρύση μέχρι να μπλαβιάσουμε. Χωρίς ανάσα. Να δεις μετά πόσο γαλαντόμα κι ατέλειωτη θα γίνει εκείνη η ανηφόρα.
♫
και εγώ το διάβαζα και κάτι τέτοια χαμόγελα με βρήκαν. και ένα αχ.
ωραία, όλα ανηφόρα λοιπόν
Καμουφλαρισμένες πίσω από πλάγιες ιστορίες καταβολές και αλήθειες. Ιντριγκαδόρικο και δύσκολο να ανακαλυφθούν. Και ξάφνου εμφανίζεται ένα σταράτο α’ πρόσωπο κι όλες οι θεωρίες πάνε περίπατο στο πάρκο της ματαίωσης.
από θεωρίες μπουχτίσαμε, καμιά βρύση να βρίσκεται που κ που
“Διαβάζω και οι άκρες των χειλιών μου ανηφορίζουν μια στάλα..”, ‘ ντάξει, ρησπέκτ για τη μεταφορά. 🙂
🙂
Δεν είναι δύσκολο να τους βρεις και να ζήσεις έστω και τώρα μαζί τους όλες αυτές τις στιγμές, τις γεμάτες ομορφιά και αληθινή απλότητα.
μερικές φορές φαίνεται βουνό αυτό. μερικές φορές