Τη νοσταλγία που σέρνουν ξοπίσω τους οι school days δεν την ένιωσα ποτέ. Ούτε το αντάμωμα με παλιούς -και σπανιότερα νέους- συμμαθητές, ούτε τους νέους δασκάλους στην τάξη (και το συνεπακόλουθο αναγνωριστικό διάστημα, μέχρι να σπάσει το αβγό και δούμε τι κρύβει μέσα), ούτε το «γλυκό σφίξιμο» της πρώτης (κάθε χρονιά) μέρας. Με κανονικό σφίξιμο πήγαινα που καμιά γλύκα δεν έκρυβε μέσα του και μ’ αυτό πορευόμουν κάθε μέρα μέχρι το τελευταίο κουδούνι.
Χωρίς αιδώ ομολογώ πως ούτε νοστάλγησα, ούτε πεθύμησα ποτέ να ξαναδώ παλιούς δασκάλους και καθηγητές. Αν τύχαινε να ανταμώσουμε έξω στην πόλη, χαιρετιόμασταν εγκάρδια (ή χλιαρά, όσο επέτρεπε η μεταξύ μας προϊστορία δηλαδή) και συνεχίζαμε καθείς το δρόμο του. Δεν είμαι σίγουρος αν νιώθω -αναδρομικά, έστω- ευγνωμοσύνη για κάποιον απ’ όλους τους. Κάποια καλά ή άσχημα κομμάτια μέσα μου μπορεί και να ‘χουν αυτούς σαν ηθικούς αυτουργούς, ως εκεί όμως. Αγάπησα ή μίσησα θανατερά μαθήματα με δασκάλους που (ήταν φανερό) είχαν τον τίτλο μα όχι και το χάρισμα. Σήμερα τους θυμάμαι όλους (εκτός από μερικούς άχρωμους που ξέβαψαν στη μνήμη μου) σαν πρωταγωνιστές ταινίας. Με μας κομπάρσους. Εμείς ήμασταν που μπαίναμε στο πλάνο για λίγο και μετά φεύγαμε για να χωρέσουν κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι, ως τη σύνταξη. Τα «ζην» και τα «ευ ζην» κρύβουν αλήθειες, κρύβουν και ψέματα. Κοστούμι που χωράει σ’ όλους δεν είναι. Καλή τους ώρα, πάντως, όπου κι αν βρίσκονται σήμερα.
Και τους χαμένους από καιρό συμμαθητές δεν λαχτάρησα να συναντήσω. Τα ανάλατα reunion μ’ αφήναν ανέκαθεν αδιάφορο. Από τα τέσσερα πήγα σε ένα, φοβάμαι πως ήταν επειδή δεν είχα τίποτε πιο ενδιαφέρον να κάνω κείνο το βράδυ. Ή από περιέργεια, για να δω αν μερικές όμορφες -και απαγορευμένοι καρποί, το φοιτηταριό τρυγούσε τις καλύτερες ρόγες αφήνοντάς μας με τις δεύτερες και τις σταφίδες- των δεκαοχτώ άξιζαν δεύτερη ματιά σήμερα (ήσαν δυο-τρεις που ο χρόνος τους φέρθηκε με το γάντι, πράγματι). Στη φωτογραφία εκείνης της νύχτας, που δεν θυμάμαι καν ποια χρονιά έγραφε στη λεζάντα, δεν θα με βρεις. Τα «αναμνηστικά» κι εγώ βρίσκαμε πάντα τον τρόπο να είμαστε σκοτωμένοι.
Με λίγα λόγια, κάθε φορά που πάω να ταΐσω τη μνήμη μου με μυρωδιά από σαραντάφυλλα τετράδια, σάκους γυμναστικής με ξεχασμένα ιδρωμένα, σβήστρες (τα μπλάνκο ζούσαν σε άλλον γαλαξία τότε), μελάνι στα χέρια και βρεμένο σπόγγο (που σκότωνε ακαριαία λέξεις και αριθμούς), με θολά πρόσωπα, καταχωνιασμένες φωτογραφίες και ξεχασμένες φωνές, εκείνη δεν κουνάει την ουρά της πέρα δώθε με λαχτάρα. Μεγάλωσε, άλλωστε, και νέα κόλπα δεν μπορεί να μάθει, ούτε να προσποιηθεί πως νοιάζεται. Παιδί του School’s out ήτανε ανέκαθεν. For summer, for Christmas, forever.
♫
me too 😉
Μία απ΄τα ίδια 😉
Ευτυχώς αυτή τη φορά δεν έδωσα το ποστ στην κόρη μου μια και ήταν ήδη αγχωμένη για την πρώτη Γυμνασίου 🙂
δυστυχώς οφείλω να σας πληροφορήσω οτι το άγχος σας όταν φύγει για την πρώτη πανεπιστημίου θα είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερο του σημερινού δικού της 😉
@tokaranti , @misoagnosti , είμαστε πολλοί (το σταματώ εδώ για να μην καούμε) 🙂
Χθες συνάντησα τον 13χρονο ανηψιό μου, του λέω “πότε ξεκινάς σχολείο;”, μου λέει “αύριο”, του λέω “υπομονή”. Ο πατέρας του νομίζω ότι τον τράβηξε μακριά μου λίγο πιο απότομα από το αναμενόμενο. Θα του στείλω το ποστ, μήπως και θυμηθεί τα δικά του.
έτσι είναι οι πατεράδες. μη του στείλετε τίποτε, τα ξέρει & τα θυμάται όλα
Εγω το λατρευα το σχολειο και μου λειπει πολυυυ….
ε, οκ, καλά, συμφωνοι
Καλά τα λέτε και έτσι (δεν) τα νιώθω και εγώ. Σκεφτείτε όμως, τι ομορφιά θα έδιναν αυτά που γράφετε σε μπλε σαραντάφυλλα.
λυπηθείτε τους δασκάλους που θα τα πιάναν στα χέρια τους
Τι ωραία που γράφετε, όποιος κι αν είστε.
Μισούσα τα σχολικά μου χρόνια, την ανία, τη ρουτίνα και την εξουσία που είχαν οι άλλοι επάνω μου. Δεν νοσταλγώ τίποτα από τα χρόνια της τόσης νιότης. Πολλή εξάρτηση, πολλές απορίες, πολλή οικογένεια, πολύς ο αδιάφορος περίγυρος, πολλή φυλακή… Μπρρρρ… Αν γινόταν να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα τον σταματούσα στα 25 μου (κι εκεί θα τον έβγαζα κι από την πρίζα). Αλλά όχι πιο πίσω. Όχι παραπάνω νεότητα από όση πάει πακέτο με ανεξαρτησία, αυτοπεποίθηση και αυτοδιάθεση.
τώρα το είδα αυτό, περίεργο πράμα ο χρόνος τελικά 🙂