Το ίδιο πρωί που μαθεύτηκαν τα νέα για το φονικό της Αμφιάλης, διάβαζα αργά αργά το μήνυμα, λέξη προς λέξη, για να καταλάβω τι μου γράφει. Ένα κουρασμένο μυαλό είναι, πώς να τα επεξεργαστεί όλα;
Στην αρχή διάβασα «το ΄χα πάρει απόφαση να φύγω, μα την περασμένη βδομάδα έκανα ένα βήμα πίσω» και Χάρηκα -με Χ- γιατί δεν τα παράτησε μα την ίδια στιγμή κάτι με έσφιξε. Με ε. Γιατί εδώ θα πνιγόταν.
Λάθος κατάλαβα. Όταν έφτασα στο τέλος που ΄λεγε «Γενάρη θα είμαι πάνω, τέλειωσε» , αυτό το όλο και πιο γνώριμο πια κολάρο του φευγιού με Έσφιξε -με Ε- αλλά η χαρά -με χ- νίκησε. Γιατί δεν άξιζε να πνιγεί.
Όλος ο βίος μας, το ΄ξερα βέβαια αυτό, μικροί αποχαιρετισμοί. Για λίγο, για πολύ, για πάντα, ήσυχα, με θόρυβο. Έτσι σφίγγει το πετσί του ανθρώπου, αλλιώς μένει για πάντα όπως βγήκε απ΄τη μήτρα. Κανείς δεν επιβιώνει γυμνός. Μα και κανείς δεν μένει ντυμένος ως το -κάθε, όποιο- τέλος. Αργά ή γρήγορα θα ξεγυμνωθείς, εκούσια ή άθελά σου. Σ’ αυτές τις εποχές μας έλαχε να ζήσουμε, ανάμεσά τους θα πορευτούμε. Και στα πουρνάρια θα κρέμονται σαν άσχημα στολίδια τα κομμάτια μας, και τα τσαλιά θα μας χαρακώσουν και στις μεγάλες σκιές ακόμη πιο μεγάλων δέντρων θα χαθούμε, δεν πα’ να πιστεύουμε πως είχαμε πυξίδα στην τσέπη. Σαν δεν ξέρεις πού είναι ο νότος και η ανατολή, άχρηστη η βελόνα.
Όλο και κάτι θα βρει καθένας, ίδιο ή διαφορετικό σε κάθε σπίτι, για να κρατηθεί ώσπου να βγει στο ξέφωτο, ή στο δρόμο. Καθένας από μας ξέρει τι πολύτιμο, αληθινά πολύτιμο όμως, έχει να μεταφέρει. Κι ας έχει μπει τόσο βαθιά στο δάσος που δεν βλέπει καν πότε κι αν ξημερώνει, όπως έγραφε ένα σημείωμα που μάζεψα από κάτω, στη ρίζα μιας ερυθρελάτης. Κι ας φοβάται -το ξέρει πως έτσι θα ΄ναι- ότι θα πάρει χρόνο και πόνο αυτή η ιστορία. Εκείνο που με παρηγορεί, γιατί ψάχνω κι εγώ ψίχουλα-σημάδια ανάμεσα στα φύλλα (κι ας μοιάζουν με τα δόντια του δράκου πολλές φορές και με τρομάζουν) είναι ότι μέσα σ΄αυτό το δάσος που χωθήκαμε, θέλοντας και μη, θα συνεχίσω να ελπίζω ότι θ’ ακούω φωνές. Είναι μια ανάσα να μη νιώθεις εντελώς μα εντελώς μόνος. Ότι φοράς κάποιους ανθρώπους πάνω σου, ότι για κάποιους είσαι το -έστω ξηλωμένο, ξεφτισμένο, χιλιοφορεμένο- πανωφόρι τους στις μεγάλες παγωνιές.
♪
είναι μια ανάσα, ναι. φιλιά.
🙂
ας βάζατε τουλάχιστον τα κομμάτια μας να κρέμονται σε κάτι πιο ψηλό
θα ψηλώσουν τα πουρνάρια κάποια στιγμή
aka η εκδικηση των.κεδρων…τα κειμενα σας ειναι οι φωνες που ψαχνουμε ολοι σ αυτο το.δασος