Μεσημέρια Κυριακής. Τρώει χωρίς να μιλάει, όλο και πιο συχνά. Μερικές φορές θαρρείς ότι το κάνει από υποχρέωση. Δυο χρόνια πριν δεν έβλεπες την πλάτη της καρέκλας στην κορυφή, την «καρέκλα του». Τώρα το περίγραμμά του χάνεται μέσα στην ίδια καρέκλα. Στέλνει λίγα κιλά του κάπου αλλού, μακριά, κάθε χρόνο, για να συνηθίσουμε στην απουσία τους. Μέχρι να συνηθίσουμε στην εικόνα της άδειας καρέκλας και στο φευγιό του. Τα σιχαίνομαι αυτά τα κυριακάτικα μεσημέρια, αυτές τις πρόβες του αποχαιρετισμού. Τα σιχαίνομαι και μετράω μια μια τις ώρες μέχρι το στρωμένο τραπέζι, την επόμενη Κυριακή. Για όσο υπάρχουν Κυριακές μαζί του.
Φέτος το καλοκαίρι δεν κατορθώσαμε να βρούμε δωμάτιο με θέα θάλασσα. Δεν ήταν δύσκολο όμως. Μια μέρα λείψαμε όλη κι όλη από το σπίτι. Εκείνη τη μέρα οδήγησα πεντακόσια χιλιόμετρα, μπήκα μέσα της με κατεβασμένα τα στόρια, μετά βγήκαμε στην άδεια πόλη για μπίρες, κάπνισε εφτά τσιγάρα, είπαμε πέντε κουβέντες, ξαναγυρίσαμε στο δωμάτιο, ανάψαμε το κλιματιστικό, σκεπάστηκα -ο μισός- με το σεντόνι. Στις τέσσερις το πρωί την βρήκα στην κουζίνα να καπνίζει. Την ρώτησα αν είναι καλά. Έγνεψε κάτι σαν «ναι». Δεν την πίστεψα, μα δεν ήταν δύσκολο. Μάθαμε από καιρό να σκεπαζόμαστε ο ένας με τα ψέμματα του άλλου χωρίς να ρωτάμε πολλά.
Στο σπίτι του Στέλιου, ακούμε δισκάκια, μισόν αιώνα πριν. Λιγότερο ήταν. Μα αν μου ΄λεγες πως πέρασαν εκατό χρόνια, καμιά έκπληξη δεν θα ‘βλεπες χαραγμένη στο πρόσωπό μου. Μπορεί και να σε πίστευα.
Ripples never come back.
«Δεν τραγουδάει σαν τον Gabriel. Ποτέ δεν θα ‘ναι ξανά οι ίδιοι»
Ούτε κι εμείς. Bγήκαμε σε μιαν ακτή χωρίς να το καταλάβουμε, πέρασαν μέρες και νύχτες περιμένοντας το επόμενο κύμα για να μας ξαναπάρει μέσα. Κι όταν ήρθε μας βρήκε εκατό, διακόσια μέτρα μακριά, σε μια γωνιά που συρθήκαμε για να ΄μαστε σίγουροι πως θα μείνουμε για πάντα εκεί. Αφού μετά από τόσο καιρό στεγνοί, φοβηθήκαμε το έξω.
Όχι.
Όχι, τι ;
Δεν μου θυμίζει τίποτε αυτό το μέρος. Πάντα με φόβιζαν τα ύψη και τα σκοτεινά νερά. Ποτέ δεν ήμουν εγώ εκεί μαζί σου.
Ήμουν εγώ όμως. Αυτό σου ‘λεγα πάντα. «Δεν είσαι δω». Και συ χαμογέλαγες. Και γω δεν μπορούσα να μεταφράσω. Κάτι παραπάνω ήξερες, τελικά..
♫
“- Μα εδώ είμαι.
Και χαμογέλαγες και εσύ.”
εξαιρετικό.
Τα σιχαίνομαι αυτά τα κυριακάτικα μεσημέρια…
αυτή την υποχρεωτική εβδομαδιαία μετάγγιση χρόνου
έχεις δίκιο χάρια τα ζούμε αλλά μαζί τα γράφουμε
εύγε νέε μου!
Zeitfeist, εμένα μ΄αρέσουν. Γιατί σε λίγο θα τα ζούμε χώρια και θα τα γράφουμε μόνοι μας