Το ΄χω σκεφτεί πολλές φορές. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που τρώει τον καθέναν και τον στέλνει να γράφει. Ή να νομίζει ότι γράφει. Ή στ΄αλήθεια να γράφει σπουδαία. Κάτι. Ο,τι. Όπου.
Ούτε ξέρω, ούτε με νοιάζει. Καθένας έχει δικαίωμα και υποχρέωση ιερή να παλεύει με τα δικά του διαόλια. Ή να παίζει μαζί τους. Απ’ αυτή την αρένα ή τον παιχνιδότοπο, κάτι θα βγει. Σε κάποια μορφή, ας είναι βιβλίο, ας είναι ποστ, ας είναι μια σελίδα κάπου, ας είναι βαμμένο και σε τοίχο. Ποιοί απ’ έξω μπορεί να νοιάζονται, πάλι δεν το ξέρω. Αν έστω και μια στιγμή με βρω να τρώω τη σκόνη των άλλων μέσα στην αρένα (και να νιώθω το χώμα στο στόμα μου, το χώμα τους στο δικό μου στόμα), με αφορά. Αν κάθομαι στην κερκίδα αδιάφορος, νυσταγμένος και βαριεστημένος περιμένοντας να βγουν τα επόμενα θηρία, το βλέμμα μου ποτέ δεν θα καταφέρει να διασταυρωθεί με τις λέξεις κάποιων. Μπορεί να μη φταίνε οι λέξεις, θα μου πεις. Ούτε οι κάποιοι.
Οι βαριά αρματωμένοι μέσα στα πριβέ τους κολοσσαία ανέκαθεν με απωθούσαν. Mε φόβιζαν, μάλλον, οι αστραφτερές τους λέξεις. Οι κοφτερές παραβολές. Τα αιχμηρά τους νοήματα. Τα πλουμιστά μυαλά κάτω απ΄τις σπουδαίες περικεφαλαίες τους. Πίστευα κι ακόμη πιστεύω, ο αφελής, ότι το θεριό το αντιμετωπίζεις γυμνός. Με μια λεπίδα μόνο. Με δέκα, είκοσι αφτιασίδωτες λέξεις. Γιατί νικητής δεν θα βγεις, όπως και να ‘χει. Μετά το ένα θα σε περιμένει κι άλλο. Κι άλλο. Κι ακόμη ένα. Κι αν -που δεν- γλιτώσεις απ’ αυτά, σε περιμένει η κερκίδα. Γιατί παραδέξου το : όσο και να το αποδιώχνεις απ’ την πιο αραχνιασμένη γωνιά του μυαλού σου, δεν είσαι μέσα στην αρένα για να παλέψεις μόνος. Είσαι και για να δείξεις στους απ’ έξω ότι μπορείς. Κακό δεν είναι. Μα αν καταλήξεις να ματώνεις μόνο για την κερκίδα, για να αναφωνεί εκείνη τα «αχ», τα «πω πω», τα «ωχ», τα «ααα», όσην ώρα ετοιμάζει τον αντίχειρα για κάτω ή πάνω κι εσύ έχεις μυαλό -ρίχνοντας λοξές ματιές- μόνο για το δάχτυλο, τότε τα θηρία θα ‘χουν πεθάνει μέσα σου πριν καν πατήσουν χώμα. Αν δεν βρεθείς έστω και μια φορά χαμένος, φοβισμένος, απελπισμένος, αποφασισμένος στη wild side μαζί τους, δεν θα καταδεχτούν να βγουν για να σε κοιτάξουν στα μάτια. Και χωρίς θηρία κολοσσαίο δεν υπάρχει. Στο τέλος ούτε καν θεατές..
♫
υ.γ. άσχετο, σχετικό, μα χρεωστούμενο : Φειδιππίδου 29, τριανταπέντε χρόνια πριν, στο πικ-απ το Transformer, πρώτοι μήνες στη μεγάλη πόλη, το χωριατάκι ανοίγει διάπλατα αυτιά και ψυχή στα πρωτάκουστα, ευχαριστώ Γιάννη, ευχαριστώ Lou
Δεν ξέρω και πολλές γνήσιες αρένες εκεί έξω σαν τούτη εδώ. Πιο πολύ συναντώ ντιβάνια με καθρέπτες, self-shot realities και έδρες δικαστηρίου.
Αρένα, λοιπόν. Λεπίδες, δαίμονες και θεατές. Α, και κάποιος καθοριστικός δουλέμπορος που με μια του κίνηση έστησε όλο αυτό το σκηνικό.
αυτή “εδώ” δεν είναι αρένα
ίσως ήταν, κάποτε
μα δεν είναι πια
μάλιστα.
(υγ ακριβώς τοσα χρονια πριν, κι εγω στο φειδιππίδου 7 τα ίδια…! )
πού ήταν το 7 ; πριν τη γωνία Σεβαστουπόλεως ;
Εξαρτάται από που έρχεσαι.Για μας,που η αρένα μας ήταν πεντακόσια μέτρα παρά πάνω,στη συνέχεια της Φειδιππίδου,ήταν μετά τη Σεβαστουπόλεως.Για σας που ερχόσαστε από το κέντρο,ήταν πριν.
όταν μιλάει η Οδοντιατρική, εγώ σιωπώ 😀
χρονια και χρονια μες στα μουφλα…