περιμένοντας τον Τζάρμους

28530886 (1)

§

Πράξη Πρώτη

Το βράδι της Παρασκευής είναι αδικημένο. Λιγότερο, σίγουρα, από μια νύχτα της Τρίτης (ή, ακόμη χειρότερο, της άχρωμης, άοσμης, ανέραστης Τετάρτης) αλλά σε σχέση με ένα Σάββατο είναι αποπαίδι.

Καθόμαστε σε μια γωνιά, καλά κρυμμένοι μέσα σε άσπρα και κόκκινα δερμάτινα φρούρια πλάι στα τζάμια κι απολαμβάνουμε γουλιά γουλιά, ρουφηξιά ρουφηξιά, τις σιωπές μας. Που και που μόνο μας διακόπτουν κάποια -έτσι νομίζουμε- βλέματα συμπόνιας, οίκτου και απόγνωσης των τριγύρω. Ο μεγαλύτερος απ’ αυτούς ζήτημα να ‘χει δει τον ορίζοντα των δεύτερων -άντα. Να έχει αντικρύσει τα φωτάκια, από μακριά. Όχι να αγκυροβόλησε κιόλας. Για τέτοιας ράτσας ναυτοσύνη μιλάμε. Ακόμη μούτσοι.

Ίσως απορούν με την ησυχία που επικρατεί σ’ αυτό το τραπέζι. Με την ηρεμία και τη γαλήνη που ξεχειλίζει από κάθε μας πόρο, από κάθε τρίχα, από κάθε φωτιά που γεννάει ο αναπτήρας, από κάθε γουλιά που εγκαταλείπει το ποτήρι. Κάποιοι μπορεί και να φοβούνται, βλέποντας αυτό που τους περιμένει σαν ανεβάσουν άγκυρα και βάλουν ρότα για τα αχαρτογράφητα νησιά των -ήντα. Στα μάτια μιας μικρούλας με κόκκινο μαλί σαν της Νίνα Χάγκεν, που πίνει λευκό κρασί στη μπάρα και χαιδεύεται με το smartphone της, διαβάζω «θα προτιμούσα να πεθάνω πριν καταντήσω σαν και σας». Μικρή ανόητη. Αυτή η «κατάντια» είναι κατάκτηση, χρειάστηκε χρόνια και χρόνια προπόνησης στις μικρές παύσεις, στις μακρόσυρτες σιωπές, στην επιλεκτική κώφωση, στον εκούσιο ακρωτηριασμό της γλώσσας, στον εξοστρακισμό του αβίαστου γέλιου, στο ανέβασμα-κατέβασμα του διακόπτη μέσα σου πιο γρήγορα κι απ’ το πιο γρήγορο ανοιγοκλείσιμο ματιών που έχει μπει ποτέ σε βιβλίο Γκίνες. Δεν φτιάχτηκε από τη μια νύχτα στην άλλη αυτό το κουκούλι. Χρειάζονται ατέλειωτα χρόνια πεζοπορίας ανάμεσα σε πυρκαγιές, σε θεριά, σε λέξεις που σκίζουν στα δυο πριν προφτάσεις να πεις «μα», σε παγόβουνα, σε στενά που ποτέ δεν αξιώθηκαν να δουν το φως της μέρας, για να φτάσει κανείς ως εδώ. Δεν είναι άλλο-ένα-application αυτό το mute, μικρή ανόητη. Oυλή και παράσημο μαζί είναι. Σπάνιο και πανάκριβο. Θέλει κότσια να βγάζεις βόλτα τα σημάδια σου βράδι Παρασκευής, ανάμεσα σε άμαχους αθώους.

§

Πράξη Δεύτερη

-Θα πιούμε άλλο;

-Nαι. Δεν φεύγω από δω.

§

Πράξη Τρίτη

Είναι κάποιες φορές που η ευγλωττία σου τρομάζει. Ακόμη και σένα.

§

Γκραν Φινάλε

Χρωστάμε πολλά στον Τζάρμους. Πολλά. Μα ανάμεσα σε καφέδες, τσιγάρα, πεθαμένα λουλούδια και μυστήρια τρένα, θαρρώ πως κάτι χρωστάει κι αυτός σε τόσους Nobody -σαν και μας- που γεμίζουν τους δρόμους και τα ποτήρια τους (με ωραία ξινόμαυρα και νεγκόσκες, πλάι σε φίλους) τα βράδια της Παρασκευής, με την εκκλησία βρεμμένη και φωτισμένη απέναντι.

5 thoughts on “περιμένοντας τον Τζάρμους

  1. Αντί να λές παραμύθια για τον πλούτο που αποκόμισες γερνώντας, παραδέξου καλύτερα ότι δεν θα ξαναγίνεις ποτέ πια νέος

    1. παραδέχομαι
      (αν ήταν όλοι σαν κ μένα, οι ανακριτές θα πέθαιναν στην ψάθα)

  2. Παιδικές σοσιαλμιντιακές ασθένειες: τα like δεν έχουν volume. Υπερκινητικοί μούτσοι στα 30, λιγομίλητοι καπετάνιοι στα 50, τότε στα 40 τι; Ίσως μια τελευταία προσπάθεια για μετάθεση από τη μαούνα στο κρουαζιερόπλοιο. Ή μπορεί και το ανάποδο.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s