Πληκτρολογεί γρήγορα κοιτάζοντας ταυτόχρονα με το ένα μάτι τους πελάτες που μπαίνουν. Τις έχουν εκπαιδεύσει καλά, όσο τετράωρες ή κακοπληρωμένες κι αν είναι. Ο φόβος είναι ο καλύτερος personal trainer, το καλύτερο σεμινάριο, το πιο βαρύ διδακτορικό, ασυζητητί.
Την κοιτάζω και με τα δυο. Δεν με απασχολεί κάτι άλλο αυτή τη στιγμή, ούτε καν η απάντηση που ψάχνει -εδώ και πέντε λεπτά- να μου δώσει.
-Δεν βρίσκω κάτι, δεν ξέρω γιατί σας είπαν ότι υπάρχει
Ούτε κι εγώ ξέρω, μα δε με νοιάζει. Αρκεί που σε ξαναβλέπω τώρα. Ήταν μια πολύ κουραστική μέρα, γεμάτη με αναβολές, ακυρώσεις, καθυστερήσεις και μια στρατιά νεύρα. Μα σχεδόν τέλειωσε, κάθομαι εδώ στην καρέκλα απέναντι και θυμήθηκα, όσο εσύ χωνόσουν βαθύτερα μέσα στη μπλε οθόνη.
Στο καράβι για το διπλανό νησί καθόσουν πέντε μέτρα μακριά. Ένα ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο, κλειστό μέχρι εκεί που ήξερες καλά ότι άρχιζαν να το ξεκουμπώνουν τα βλέμματα των άλλων, ένα άσπρο σορτσάκι στενό, όχι πολύ κοντό, μέχρι εκεί που επιτρέπουν τα περασμένα τριανταπέντε, τριανταεφτά, εκεί τριγύρω. Στα πόδια -γεμάτα πόδια, με μικρές αναπόφευκτες ατέλειες αλλά πόδια για χαΐδεμα και μελάνιασμα μετά- σημάδια από το παγκάκι, μερικά παγκάκια είναι -αναμφίβολα- πολύ τυχερά. Μαλλιά καστανά, ξανοιγμένα απ’ τον ήλιο, πιασμένα πίσω, άβαφη, ωραία χείλια, ωραίο στόμα, μαύρο γυαλί απ’ τα καλάθια στο Hondos, ποιος νοιάζεται όμως για το γυαλί τέτοιαν ώρα. Ούτε για το δεκάχρονο που τριβόταν ανάμεσα στα πόδια σου μέχρι να πιάσουμε λιμάνι νοιάστηκα, απλά κάποια στιγμή το ζήλεψα. Ξέρω, είναι ανώριμο να ζηλεύεις δεκάχρονα μα είδαμε και με την ωριμότητα τι λογής CV φτιάξαμε. Τον άντρα τον είδα μέσα στο αυτοκίνητο, μετά, και κάγχασα. Πού πάτε και τους βρίσκετε. Τρεις φορές διασταυρώθηκαν οι τροχιές των γυαλιών μας, σίγουρα σκέφτηκες -στην καλύτερη περίπτωση- «κάπου σε ξέρω», τέσσερις φορές ήθελα να ρωτήσω «πού έχουμε βρεθεί;», δέσαμε, χαθήκαμε. Μικρό το νησί αλλά όχι τόσο ώστε να ελπίζω να δω -την άλλη κιόλας μέρα θα έφευγα- αυτά τα πόδια να τελειώνουν σε ένα μαύρο -έτσι το ‘θελα- μαγιώ.
Συνεχίζει να πληκτρολογεί, ξαφνικά κάτι λάμπει στο βλέμμα, αναθάρρησα, «με θυμήθηκε», «το βρήκα», μόνο στις ταινίες διάολε γίνονται όλα τα καλά, μόνο εκεί.
-Εντάξει, δίκιο είχε η συνάδελφος τελικά. Yπάρχει ένα κομάτι. Το θέλετε;
Γνέφω ναι. Φοβήθηκα να απαντήσω γιατί ήμουν σίγουρος πως εκείνο το «το θέλω» θα ακουγόταν ξεδιάντροπα απροκάλυπτο. Σαν στύση απρόσκλητη, εκτός τόπου και χρόνου. Κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου κοιτάζοντας τη γραμμή από το στήθος της. Μικρό, αυθάδικο στήθος, από αυτά που ζουν και πεθαίνουν στην χώρα των Coup B. Μερικά καλοκαιρινά πουκάμισα λένε ωραία ψέμματα, με λίγη συμπαράσταση από ξελογιάστρες μπανέλες. Δεν μ’ ενοχλεί όμως, είναι τόσο ταιριαστό πάνω της όσο ένα πέτσινο παντελόνι πάνω στον Iggy.
Πληκτρολογεί ξανά, πιο γρήγορα τώρα. Κοιτάζω ασυναίσθητα πίσω μου, κανείς στην ουρά. Γιατί τόση βιασύνη;
–To σταθερό τηλέφωνο που έχω στα στοιχεία σας ισχύει;
Nαι. Αλλά δεν πρόκειται να πάρεις.
-Ισχύει.
-Και το κινητό; το ίδιο;
Ναι. Ούτε και σ’ αυτό θα καλέσεις.
-Κι αυτό. Όλα τα ίδια. Προβλέψιμος, ε;
Δεν απαντά. Αλλά τα ωραία χείλια και το ωραίο στόμα (με κείνο το βαμμένο άβαφο που δαγκώνει) γεννάνε μια πιο ωραία χαμογελαστή μικρή ρυτίδα σε κάθε άκρη. Πηγαίνει την καρέκλα της λίγο πίσω, για να πάρει το χαρτί που μόλις εκτύπωσε. Φοράει τζιν. Κρίμα. Όσο και να πέσουν οι δουλειές, αποκλείεται να της ζητήσουν να έρχεται με σορτσάκι. Ποτέ δεν ξέρεις όμως, δύσκολοι καιροί για ωραία πόδια. Δύσκολοι καιροί για όλα.
-Τελείωσα
Θεέ μου, ευσπλαχνικέ θεέ των μετρίων ανθρώπων, πόσο φτηνά μπορεί να μεταφράζει κανείς την κάθε λέξη. Πόσα σενάρια να φτιάχνει μαζί της. Πόσες εύκολες απαντήσεις να θέλει να δώσει, πριν νιώσει εντελώς εισβολέας στην ταινία του άλλου.
-Ευτυχώς
Με τρόμαξα. Ποτέ δεν ήμουν πολύ καλός στα αυθόρμητα ψέμματα. Ήθελα να τα εκπαιδεύω πρώτα, πριν λύσω το λουρί τους και τα αμολήσω στον απέναντι. Αλλιώς πάντα επέστρεφαν και με δάγκωναν άσχημα. Μα πώς να πεις «κρίμα» έτσι σκέτο, χωρίς μια μυτιά ζάχαρη, ένα μπισκοτάκι στο πλάι, έστω.
Έβαλα μιαν υπογραφή, πήρα το κρίμα και τα χαρτιά μου, καληνύχτισα -δεν θυμάμαι πόσο τυπικά, πολύ πάντως- και βγήκα έξω. Ο Νοέμβρης ήταν ακόμη τρυφερός μαζί μας, το θερμόμετρο απέναντι στο φαρμακείο έδειχνε 18 βαθμούς, λίγο πριν τις εννιά το βράδι. Ήμουν ήδη τρία τετράγωνα μακριά όταν θυμήθηκα πως άφησα το αυτοκίνητο πίσω. Παρέα με το ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο και τα σημάδια απ’ το παγκάκι στα πόδια. Την ώρα που έβαζα μπρος, ήμουν -πια- βέβαιος πως ο Πατρίς Λεκόντ θα τα ‘χε καταφέρει μαζί της καλύτερα.
♫
αποπλανούν τον κόσμο, τουλάχιστον αυτή τελείωσε και την αυθεντικότητα αυτής της καρέκλας μπορούν πολλοί να την αμφισβητήσουν
και τι θα ΄ταν η ζωή χωρίς αποπλάνηση δηλαδή ; λευκή σελίδα δίχως τίτλο ; καλό είναι αυτό ; 🙂
θα ήταν παραπλάνηση μάλλον, αλλά δεν έχω άποψη αν θα ήταν καλό αυτό :-Ρ
Ο Πατρίς Λεκόντ ήτο μαίτρ. Αλλά αυτό προκύπτει από τις δικές του ταινίες 😉
εντάξει, σύχναζε και στα σωστά μέρη ο μπαγάσας 😉
Σε κάνει να αναρωτιέσαι τι έγραψε το βράδυ η Mτπ στο δικό της blog.
κάποιο ποιηματάκι της Δημουλά, ίσως
Θα αρχίσω κι εγώ να προσεύχομαι σ’ αυτόν τον… πως τον είπατε;… Α, ναι: “ευσπλαχνικό θεό των μετρίων ανθρώπων”…
Πολύ μου άρεσε αυτό.
Άλλωστε, και απ’ τον Άλλο, που προσευχόμουν μέχρι τώρα, τον… τέλος πάντων, “κλασσικό θεό απάντων των ανθρώπων”… προκοπή δεν είδα.
μη πιστεύεις στους Θεούς. και προκοπή να δεις, θα έρθει άλλος να στα κάνει όλα μαντάρα
Kαλησπέρα…
Πολλές φορές μπήκα στην θέση σας….
Το κακό είναι ότι οι σκέψεις μου απέχουν πολύ από αυτά τα λόγια που πράγματι λέω ,ευγενέστατος και τυπικός πάντα, με τις κυρίες…..
Καμιά φορά ζηλεύω έναν φίλο από το Σέλινο…(όνομα χωριού κι αυτό), που λέει : “εγώ ζητάω…αν δεν ζητήσω το σίγουρο είναι ότι δεν θα πάρω ποτέ…αν ζητήσω μπορεί να πάρω μπορεί και όχι…αλλά οι πιθανότητες είναι με το μέρος μου , αφού ζητάω….”
το καλό είναι οτι οι σκέψεις μας αποφασίζουν πολλές φορές ερήμην μας
Νομίζω πως σε αυτο το κομμάτι τα καταφερατε καλυτερα από τον Πατρίς. Πολύ θα ηθελα να σας βρω απεναντι μου, καποια αντιστοιχη στιγμη, και ας ακουσω καποιες απο αυτες τις σκεψεις να περνούν νοερα μέσα από τα μάτια
να μη μιλήσω δηλαδή ; 😉