Την έβλεπε όρθια απέναντι, στο διπλανό μεγάλο τραπέζι. Με τα χέρια της απλωμένα, ν’ακουμπάνε την πλάτη απ΄ τις καρέκλες δεξιά κι αριστερά. Μαλλιά φρέσκα, κομμωτηρίου, που πηγαίναν πέρα-δώθε όσο μίλαγε και γελούσε. Μπράτσα γυμνά, φαινόταν -ακόμη κι από τρία μέτρα μακριά- πως ώρες ώρες ανατρίχιαζαν και στέλναν κατευθείαν πάνω του το άρωμά της. Τα πόδια σταυρωμένα, το ένα πίσω από το άλλο, ένα ζευγάρι γάμπες που αγγίζαν η μια την άλλη ξεδιάντροπα. Ερήμην του. Μαύρο φόρεμα που έπεφτε ως το γόνατο, μετά πόδια συσκευασμένα μέσα σε μαύρο καλσόν, στο τέλος του δρόμου μαύρες γόβες. Η Στολή. Μερικές φορές είναι πολύ υγρά τα στερεότυπα. Και ζεματάνε.
Αφού πρώτα έσκυψε λίγο (εκείνο το λίγο, το πολύ λίγο που θολώνει πρώτα τα μάτια και μετά το μυαλό) για να της γεμίσουν το ποτήρι που κρατούσε, πήγε και κάθισε. Ακριβώς απέναντί του. Τίποτε δεν χώριζε το βλέμμα του από το περίγραμμά της. Θα σκότωνε για να είναι το μαξιλάρι της καρέκλας της. Να ένιωθε τη σάρκα της πάνω του μέχρι να φάει το σαράκι ακόμη και το τελευταίο ροκανίδι της καρέκλας. Δεν άντεξε πολύ, σε τριάντα δευτερόλεπτα την έγδυσε μπροστά σε εξήντα -μπορεί και παραπάνω- ζευγάρια μάτια. Αφού πρώτα της έστειλε μια προκήρυξη, αναλαμβάνοντας την ευθύνη. Που τέλειωνε : «Σε αντίποινα για το φερμουάρ που ποτέ δεν κατέβασα. Σαν τιμωρία για το καλσόν που δεν μύρισα ποτέ».
٭
Πόσο μ’ αρέσουν οι χίλιες (και λιγότερες, δε με χαλάνε) στη θέση μιας φωτογραφίας!!!
το βασίλειό μου για μια ζωντανή εικόνα, τις χίλιες σας τις χαρίζω
Δεν θα τα χαλάσουμε. Άλλο η φωτογραφία και άλλο η “ζωντανή εικόνα”. Για μια “εικόνα” ζούμε.Για να την κάνουμε “εικόνισμα”. (Ενίοτε, μας ξεγλιστράει και μένουμε με τις λέξεις)
Πρώτα η “προκήρυξη”, και μετά η “αυτοσχέδια;…
Ουάου!… Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα, από την εποχή μου!
ε ναι, είναι αυτό που ο θυμόσοφος λαός ονομάζει “μπλέξαμε τα μπούτια μας”
Thanks man!
Μού χει γίνει συνήθεια να σε “αναπαράγω”…
permission, pls…
διαρκείας