Νομίζω ότι περί αυτού πρόκειται, μου λέω. Ακόμη κι αν κάποια στιγμή βεβαιωθείς (είναι απέθαντη κι ανεξέλεγκτη αυτή η σιχαμερή μελούρα μέσα μου) πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου -ή η δικιά σου, μερικές φορές αυτά τα δυο γίνονται αξεδιάλυτα ένα, σχεδόν σιαμαία- τίποτε δεν θ’ αλλάξει τον τρόπο που ο πλανήτης περιστρέφεται. Ή το μέρος απ’ όπου σκάει μύτη ο ήλιος. Ούτε τα άστρα θα βρεθούν θαμμένα κάτω από ωκεανούς ή βουνά. Εκεί που τα άφησες, ή σ’ άφησαν, εκεί θα περιμένουν. Ρούπι δεν θα το κουνήσουν. Σαν σκυλιά στον τάφο του αφεντικού τους. Ή παλιά χρέη, που σε κοιτάνε στα μάτια δείχνοντας τα λερά δόντια τους. Τίποτε άλλο αμετακίνητο δεν μου ‘ρχεται τώρα στο μυαλό. Οι εμμονές μου δεν μετράνε.
Γυρνάω πίσω και ξεφυλλίζω -τρόπος του λέγειν, άφαντο το χαρτί- όσα έγραψα πως βίωσα. Πέντε ολοκληρωτικές καταστροφές -και ισάριθμες αναπαλαιώσεις, πλέον- από αδέσποτους e-μετεωρίτες, δέκα εσωτερικοί πόλεμοι (εκ των οποίων καναδυό απ’ αυτούς τους σαχλούς love wars του Paul Heaton), είκοσι κατακρημνίσεις από λόφους και λιβάδια, δεκαπέντε αεροπορικές τραγωδίες που συνέβησαν μερικές μέρες μετά την προσγείωση (κι άλλες τόσες πριν καν την απογείωση), εφτά τρομαχτικές πυρκαγιές που ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να συλλάβει γιατί ίχνος από στάχτη δεν βρέθηκε μετά για να μελετηθεί, τρεις μεγάλοι λιμοί ανάμεσα σε τέσσερα Μεγάλα Φαγοπότια, ένα μουντιάλ δίχως Ζιντάν, δέκα βαθιές -σαν την τάφρο των Μαριάνων- ρυτίδες, καντάρια από αίμα, ψέμα και σπέρμα που ακόμη δεν αξιώθηκαν να δουν μέρες ξηρασίας μπας και ξεκουραστούν μια στάλα, μερικές χιλιάδες τρίχες που είπαν «φεύγω» και το κράτησαν μανιάτικο μη επιστρέφοντας ποτέ για να δουν τ’ αδέρφια τους ν’ ασπρίζουν και να ξεψυχούν πάνω σε ένα κεφάλι που έκανε την απόσταση απ’ το απόλυτο μηδέν ως τους 13,6×106 Κelvin μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα. O Μπολτ θα είχε πεθάνει από ντροπή αν μπορούσε να το δει αυτό.
Και λοιπόν;
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που είναι (που είμαστε) κάτω μακριά, σαν στρέψουν το βλέμμα τους ψηλά βλέπουν μια ή δυο λευκές γραμμές πίσω απ’ το μέταλλο που λαμπυρίζει. Μια ή δυο ωραίες αδιατάραχτες κι αδιάκοπες ευθείες και μια αόρατη -για τους πολλούς- σβήστρα που καθαρίζει κάθε λίγο τα ξέφτια της διαδρομής πάνω στο γαλάζιο (όσο υπάρχει ανοιχτός καιρός), για να ΄ναι οι ευθείες καθαρές και σίγουρες. Σαν τραβηγμένες με χάρακα και χέρι που δεν τρέμει. Ακόμη κι αν ο καιρός εκεί πάνω, εκεί πέρα, εκεί μέσα, είναι τέτοιος που όχι γραμμή, μα ούτε τελεία μπορείς να χαράξεις. Ευθείες βλέπουμε από μακριά. Μόνο ευθείες. Μέχρι να χαθούν.
Εδώ και πολύ καιρό λοιπόν, γεμίζω την οθόνη με τελείες. Απ’ αυτές που μεταμφιέζονται σε πολαρόιντ, σε μούζικες, σε μυρωδιές, σε τέτοιας λογής μικρά πραματάκια. Ακόμη και τις ώρες που είναι χαρά θεού έξω. Για να δω -αν ποτέ τις ενώσω- ως πού πάει (αν πάει) αυτή η γραμμή με τις ελαφρές αναταράξεις κατά διαστήματα. Αυτό είναι όλο.
♪