Καθόταν σε μια σακατεμένη καρέκλα, δυο βήματα απ΄ το παράθυρο (έμοιαζε μ’ αυτό που καθόταν ο Hammill στο Over αλλά δίχως λιβάδια έξω, έβλεπε σε μια τσιμεντένια αυλή με τρία παγκάκια μονάχα) και διάβαζε αυτά που της είχε χαρίσει πριν πολλά πολλά -και βάλε- χρόνια.
Δεν αναγνώριζε τίποτε. Ούτε μια γωνιά, ούτε μυρωδιά, ούτε μούζικα, ούτε γέλιο, ούτε άλγος, ούτε ρούχο, ούτε γεύση, ούτε τσιγάρο, τίποτε. Μια στρατιά από ούτε. Δοκίμασε και με τα ακροδάχτυλα. Νέκρα. Μια ισιάδα, ούτε ένα τόσο δα «αχ», τίποτε. Mήτε ψηλαφώντας κατόρθωσε να πέσει πάνω σε κάτι ζωντανό.
Την ρώταγαν οι νοσηλεύτριες κάθε μέρα -βλέποντάς την χωμένη μια και δυο ώρες σε κάθε σελίδα- «δεν θυμάσαι τίποτε; ούτε μια γραμμή; σε καμιά ιστορία; oύτε μια λέξη, έστω;».
Όσο περνούσαν οι μήνες, η ερώτηση αδυνάτιζε. Έγινε τυπική, βαριεστημένη, χλιαρή. Λείψανο νοιαξίματος. Ρετάλια περιέργειας.
«Τίποτε; Ούτε μια;»
Στην αρχή απαντούσε «ούτε». Μετά, είτε γιατί την κούρασε η επιμονή τους να της απευθύνονται στον ενικό ή γιατί το ΄βρισκε πια ανώφελο να μιλά, έγνεφε όχι με το κεφάλι. Στο τέλος μόνο με τα μάτια.
Κάποια μέρα, Κυριακή ήταν, κανείς δεν την ρώτησε. Κι από τότε μείναν και τα βλέφαρα αγύμναστα.
♫
Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας να καλλιεργείτε με τόση λεπτότητα το εθνικό θρησκευτικό συναίσθημα,ανήμερα των Εισοδίων της Θεοτόκου.Εύγε!
(Α και χρόνια πολλά στις Μαρίες-όλες όσες εορτάζουν σήμερις.)
Δεν καλλιεργώ. Είμαι οπαδός του χέρσου
Καμιά φορά χρειάζονται δεκατρία ούτε για να φτιάξεις ένα όνομα, μα κανένα κυρία για να φτιάξεις έναν προσδιορισμό. Ίσως γιατί κάποιοι το κύρος το κουβαλάνε πάνω τους.
αν ήσασταν δίπλα, θα σας χάριζα ένα ταπ ταπ στον ώμο κι ένα ανακάτεμα μαλλιών. να ‘στε καλά
ότι της χάριζε ,πριν προλάβει να το αισθανθεί , της το άρπαζε με ένα δυνατό σαδιστικό γέλιο…
καλά τώρα, ώρες είναι να μας πει οτι είναι κι αθώα
τι της καταλογίζεται ?
άγνοια κινδύνου, επιεικώς
γιατί δεν την προφύλαξε?
“μπορώ και μόνη μου”, συνήθιζε να λέει.
έχετε άλλη μια ερώτηση. μετά θα πρέπει να μπείτε σε μια άλλην ιστορία για να βρείτε και να ρωτήσετε εκείνη