Δεκέμβρης, κρύο, χιόνι. Πολύ. Ψόφος.
Μπροστά από το Louis Vuitton της Μόσχας ένα εξεπίτηδες φτωχοντυμένο 14χρονο (αλλά με εξωφρενικά ακριβά Agent Provocateur κατάσαρκα) κρατάει στο δεξί της χέρι κουτί με σπίρτα. Στο αριστερό σφιχτά ένα iPhone5, περιμένοντας το επόμενο ραντεβού με εκείνο το παραγινωμένο αρσενικό που ‘χει τρυφερή ψυχή -ευσυγκίνητη με τις πικρές παλιοκαιρίσιες ιστορίες- και δυνατό πορτοφόλι για να πληρώσει στον νταβατζή της τα χίλια ευρώ (για κανένα 14χρονο δεν υπάρχει η κατάλληλη ισοτιμία σε ρούβλια) που συμφωνήσαν. Όσα χρειάζονται για να την ανεβάσει σε μια royal σουίτα του Baltschug με θέα το Κρεμλίνο, ζητώντας της να ανάβει ένα ένα τα σπίρτα μέσα στις θεοσκότεινες γωνιές της, όσο εκείνος χαπακωμένος, ξαναμμένος και γυμνός θα τρέχει ξοπίσω από τις μικρές παιχνιδιάρες φλόγες μέχρι να σβήσει και η τελευταία και να ανάψει για τα καλά η δική του, την ώρα που θ’ ακούγεται ως έξω στο διάδρομο ένα βραχνό, πεινασμένο και αγριεμένο μαζί pokazhi pizdu detka!
Δεκέμβρης, κρύο, χιόνι. Πολύ. Ψόφος. Εντεκάμιση το βράδυ, παραμονή πρωτοχρονιάς.
Й
(από τις “Εικοσιτρείς σακατεμένες ιστορίες για ενήλικες”)