Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, όσο -δηλαδή- πιο ευδιάκριτη γίνεται η αρχαιΐλα του, τόσο το γκροτέσκο ζει μεγάλες στιγμές.
Νύχτα, στο δρόμο. Πίσω η μικρή, μπρος η μάνα της. «Να βάλω μουσική;». Η μικρή αδιαφορεί, «βάλε, ακουστικά φοράω, δε με πειράζει, μη κάνετε φασαρία μόνο». Η μεγάλη το σκέφτεται. «Σαν τι δηλαδή;». Βάζω. Laura Fygi, Julie London, Tony Bennett…. «μια χαρά, κοίτα μη γλαρώσεις μόνο», σε δέκα λεπτά ομίχλη παχιά σαν Lurpak, «βγαλ’το, βάλε κάτι να ξυπνήσεις μη μας έχουν στις ειδήσεις αύριο», ψαχουλεύει στα τυφλά, ανοίγει φωτάκι συνοδηγού, «lounge snakes λέει αυτό, lizards δεν έπρεπε να λέει;», γεμίζω περηφάνια και για κείνην και για τα χειροποίητα δισκάκια μου, μου δίνει, βάζω, Montefiori Cocktail, «βγαλ’ το, θα σκοτωθούμε, κάπου είχες U-2», «χάλασε το σιντί» , δεν τον αντέχω άλλο τον μύγα, θαμπά πρασινοκόκκινα φώτα, διόδια, δυο και σαράντα, χάλασε και η διάθεση, μπήκαμε στην μεγάλη πόλη μουγκοί. Η άλλη πίσω δεν ξέρω τι άκουγε αλλά πρέπει να ‘στειλε ίσα με πέντε χιλιάδες sms μέσα στα τελευταία εβδομήντα χιλιόμετρα. Για να πει τελικά «δεν θα βγούμε, βαριούνται όλοι, πάμε να πάρουμε μια πίτσα, τρώμε και φεύγετε».
«Τσένταρ, μανιτάρια, μπέικον, τραγανή ζύμη». Ο,τι πουν μάνα και κόρη. Παρκάρω διπλή σειρά, μπαίνω, παραγγέλνω, «σε δέκα λεπτά έτοιμη», «εντάξει, περιμένω στο αυτοκίνητο». Μπαίνω, η πίσω ρωτάει «ξέρεις κανέναν Γιάννη Παλαμίδα;», «ξέρω, πώς σου ΄ρθε;», «βρήκα στο γιουτιουμπ ένα κοπερτί και μια Πτήση 201, αυτά ακούω, περίεργα πράγματα», «τέλεια είναι», «αρχαία τέλεια», «σκέτα τέλεια», βάζει κοπερτί, γκαρίζω «θ΄αρχίσει κάποτε η φθορά κι ο μαρασμός», «συγκρατήσου» μου λέει η μπροστινή με ένα χαμόγελο που είχα χρόνια να δω. Προσπαθώ αλλά ενθουσιάστηκα, σα να μου χαρίσαν στιχάκια στη γιορτή μου ήταν αυτά τα αναπάντεχα άσματα, η μικρή βλέπει τον μπαμπά της να ξεσαλώνει στα αρχαία ελληνικά, ενθουσιάζεται κι αυτή, «τα ξέρεις όλα τα λόγια!», γυρνάω στην μπροστινή και τραγουδάω παθιασμένα «θα σου τηλεφωνήσω σ’ άλλον αριθμόόόόόό», γελάνε και οι δυο με τον χλιαρό που για λίγο έμοιαζε να αγγίζει το σημείο βρασμού επιτέλους, «βάλε και το όταν η γη θα εκραγεί» λέει της μικρής, «είναι το αγαπημένο μου». Ξαφνικά το παιδί έχει ανθρώπους για γονείς, όχι δυο κρεμάστρες ρούχων. Γελάει, το βρίσκει. Η μεγάλη μου τραγουδάει -νύχτα, καταμεσής της Όλγας- «οι πτήσεις θα ΄χουνε ακυρωθεί», «και η 201;» την ρωτάω, δεν απαντά. Η Θεσσαλονίκη έχει πολλήν υγρασία τις νύχτες, ακόμη και μέσα στο αυτοκίνητο να είσαι, τα μάτια σου επηρεάζονται. «Πήγαινε να φέρεις την πίτσα, άντε, άντε», πάω να βγω, η μικρή με ρωτάει «τον ξέρεις αυτόν τον Παλαμίδα;», «τον ξέρω» της λέω, «είμαστε φίλοι στο φέισμπουκ». «Έλα ρε μεγάλε!». Πάω, πάω. «Και τσιγάρα απ’ το περίπτερο δίπλα». Πάω, πάω. Βρέχει. Σαν φτύσιμο. Μπίχλα μακεδονική. Ξαφνικά δεν βιάζομαι. Αντί για πράσινα και πορτοκαλιά και κόκκινα φανάρια βλέπω διακόσια μπλε φωτάκια κι ένα πορτοκαλί, διακόσιες πεταλούδες κι ένα χρυσό πουλί (η μπαλαλάικα μου ξέφυγε), πόσο εύκολο είναι να τα δεις αυτά στην Όλγας δηλαδή νυχτιάτικα; Ας περιμένουν οι γυναίκες.
Μιάμιση ώρα μετά ξανά στο δρόμο της επιστροφής, το πίσω κάθισμα άδειο πλέον. Ο περιφερειακός έρημος και δεν είναι ούτε καν έντεκα. «Γιατί της λες παραμύθια για τον Παλαμίδα;», «αλήθεια λέω, έκανα φρεντ ρικουέστ και δεν έφαγα πόρτα», «τι ψεύτης είσαι ρε παπάρα», με πληγώνει αλλά δεν επιμένω. Ψάχνω σιντί, κάπου είχα ένα παραχωμένο με John Campbell, Mayall, Green, παλιούς λαϊκούς. «Άσ’το» μου λέει, «βάλε ραδιόφωνο». Βάζω. Παίζει Αντύπα, εκείνο που για να μη τρελαθεί γυρίζει τις νύχτες και χορεύει στις πίστες, πάω ν’ αλλάξω σταθμό, μου κάνει πέρα το χέρι, «ξέχνα το, θα το πάμε όπως παλιά, ΚΤΕΛατζίδικα». Μου αρέσει η ιδέα. Ζέστη μέσα, ψιλόβροχο έξω, νύχτα, μόνο ο οδηγός που πιάνει κουβέντα με τα εικοστριάχρονα μπροστά λείπει. Ο ραδιοκαλαμαριάς έχει σεκλέτια, ανίατη καψούρα, Καράδες, Τερζήδες, Μάκηδες, Αδαμαντίδηδες. Της τραγουδάω -με το κινητό να παριστάνει το μικρόφωνο- «Κι είπα να φύγω να σωθώ, να κάνω κάτι πια και γω για το καλό μου» , «άει ρε σαχλαμάρα, δεν έχει σωτηρία μακριά από μένα». Αυτές οι βεβαιότητες με τσακίζουν. Και τα διόδια. Δυο και σαράντα. Άλλο ένα και φτάνουμε σπίτι.
♫
φωτογραφία : arcphotodays
Αυτό είναι αδικία.Εγώ πρέπει να πάρω αερόπλανο για να τα κάνω αυτά τα πράματα.Και χωρίς σιντί.Άτιμη κενωνία.
ΥΓ.Εκείνα τα διαλυτικά στο “αρχαιΐλα ” πολύ με ήρεσαν.
με αερόπλανο ΚΤΕΛ δεν γίνεται, άτιμη ιντίντ
υ.γ. είσαι φετιχιστής των διαλυτικών
Επιτέλους…
έφτασε η αρχή του τέλους κλπ κλπ κλπ
Εγω συνηθως παιζω το μοναδικο σιντι που εχω συνεχως για ενα μηνα
και το ραδιο ειναι συνηθως “χαλασμενο”
ΥΓ.
Απολαυστική η γραφη σας μου αρεσε παρα πολυ
καθως και τα προηγουμενα,που διαβασα, κυριε kapa
ΥΓ2.
Χαιρετω την κυρια απο πανω
να ‘στε καλά ευγενικό Velvet
Ώστε συν ένας! Στο όνομα των επτά πύργων, κάποιος επιτέλους πρέπει να γράψει για τη σαρωτική αυτή, ανηλεή μυγοκτονία.
φώτα παρακαλώ. δέκα φορές το διάβασα το σχόλιο, έντεκα σε τοίχο έπεσα
Είναι που ως κολλημένο άτομο το μάτι μου έμεινε εκεί που δεν αντέχετε (πια) τον μύγα. Και είστε μπόλικοι. Και γιατί έχει κάτι στίχους που φέρνουν πολύ σε κκμ (cry without weeping, talk without speaking).
“με τον χλιαρό που για λίγο έμοιαζε να αγγίζει το σημείο βρασμού”
speechless…..
ε που και που να λέμε και καμιά αλήθεια
2,40 στην πρώτη παράγραφο + 2,40 στη δεύτερη, πάλι τα ίδια
(Χλιαρός και μέτριος -mediocre. Αλλά ένα κάπου, στο δρόμο, με επιστροφή)
δεν φταίω εγώ, να αλλάξουν τις τιμές στα διόδια
(Σαλιέρι σαν)
Πάντα τέτοια!
(ωχ! σας το είχα ξαναγράψει αυτό 6 days ago… Θα αρχίσω να ανησυχώ)
καλή ευχή είναι το “πάντα τέτοια!”. ακούγεται σαν δυο ποτήρια με τσίπουρο που ακουμπάνε το ένα τ’ άλλο πριν πάνε στο σωστό στόμα μετά 🙂
Το σχόλιο του Σελιτσάνου πολύ με ήρεσε.
Για το κείμενο δε λέω, ça va de soi.
(ήρεσεν – αν έρθει και με δει, μαύρα μου μαντάτα!)
σε αρέσει ο Αράκι, σε αρέσει κι ο Σελιτσάνος, κίνκυ εντελώς
Τι ωραίο κείμενο, και τι ωραίο βράδυ. Να τις χαίρεστε και τις δύο. Και η κόρη σας να χαίρεται τη Θεσσαλονίκη.
(μα τι σύμπτωση, τις προάλλες στη δουλειά μού ήρθε στο νου η λέξη κο-περ-τί, κοπερτί, και λαχτάρησα να ξανακούσω το τραγούδι, μαζί με την Πτήση 201. Πάνε πέντε χρόνια. Ίσως πρέπει να γίνω φίλη σας στο φέισμπουκ. :))
αφήστε τα ‘ίσως’ 🙂
Νομίζω πως πράγματι δεν έχει σωτηρία μακριά απ’ αυτήν. Τι να κάνεις…
ναι, ρίξε αλάτι στην πληγή κι εσύ