Περιμένω στη σειρά, τρίτος, στον τσαγκάρη. Δεν τους λένε πια έτσι, εδώ και καιρό γράφουν στη βιτρίνα κάτι μεγαλοπιασμένα «επιδιορθώσεις», «επισκευές», «μετατροπές, μεταποιήσεις», παίζουν με τις λέξεις και απορώ πού βρίσκουν το χρόνο να φτιάχνουν σόλες, να κολλάνε πάτους και να περνάνε τακούνια.
Χτυπάει το τηλέφωνο, δεν το ακούω με την πρώτη, νιώθω τη δόνηση και σχεδόν συγκινούμαι που το πετσί μου είναι -ακόμη- ζωντανό και παίρνει μηνύματα ερήμην των αυτιών μου. Φεύγω απ΄ τη σειρά, βγαίνω έξω.
Την ακούω μετά από αρκετό καιρό. Μήνες. Χριστούγεννα δεν είπαμε τα τυπικά στο τηλέφωνο, δεν με βρήκε, δεν τη βρήκα, δεν θυμάμαι, συνήθως κανείς δεν νοιάζεται να ψάξει τον άλλον. Μάθαινα όμως νέα από την παλιά της φίλη, ήξερα πόσο στριμωγμένα είναι τα πράγματα, έξοδα, παιδιά, τρεχάματα, δουλειά, χωρίς δουλειά, οι αναπόφευκτες αρρώστιες, πολλά μείον, η κλασσική – άγαρμπα εικονογραφημένη πια, με λίγες πρόχειρες μπογιές- ιστορία της γενιάς μας.
Χαίρομαι αμήχανα που ακούω τη φωνή της. Φωνή που πάει να σπάσει αλλά στέκεται όρθια, «χαθήκαμε ρε συ, ναι, τα ‘πα με την δικιά σου, έρχεστε, ερχόμαστε, πέντε λεπτά για έναν καφέ στο σπίτι δεν βρήκαμε, δεν λέω για μια μπίρα και τρομάξεις, πέντε λεπτά τα χαραμίζουμε γι άλλα κι άλλα, για να βρεθούμε όχι, πες πως πάς εσύ, ν’ ακούσω τα δικά σου, τα άλλα τα ξέρω, τα μαθαίνω».
Λέω. Ο,τι λέγεται δηλαδή. Τα πιο πολλά ανείπωτα μένουν, δεν ξέρω και πόσο «δικά μου» είναι πλέον, τα ίδια βλέπω φορεμένα σε τόσους και τόσους, όλο και πιο στενά ρούχα, άβολα για να γελάς αβίαστα μέσα τους, μονόχρωμα μουντά, τι να πεις καινούριο που δεν το φοράει κι ο άλλος, ούτε παρηγοριά είναι, ούτε να αυτοσαρκαστείς -πια- μπορείς μ’ αυτά, λέω, λέει, χαθήκαμε, να βρεθούμε, ναι ρε, θα μας φάει το μέσα, θα μας φάει το μέσα μας, το άλλο σαββατοκύριακο ίσως, αυτά τα ίσως θα μας καταπιούν στο τέλος, κάτι λέει για το καλοκαίρι, αν ταιριάξουν τα προγράμματα, μακάρι, ψέματα λέω, μπορεί κι εκείνη, τα προγράμματα κάνουν αυτό που θα τους πεις, σα σκυλιά μαθημένα από καιρό, άσπρισες ρε;, άσπρισα, κι εγώ έβαλα κιλά, γελάω, μη γελάς ρε, δεν γελάω, άντε κανόνισε, θα κανονίσω, να ξεχαστούμε λίγο, ναι αυτό, φίλα την λέει, κι εσύ τον δικό σου, ανοίγω την πόρτα, ξαναμπαίνω στη σειρά, τελευταίος τώρα.
Το κινητό στην τσέπη ξανά. Μουγκό κι ακίνητο. Είμαι σίγουρος πως η φωνή της λύγιζε κάπου κάπου και προσπαθούσε να την κρατάει ίσια, μη δείξει τη καμπούρα της μπροστά μου, το ΄χουν οι φωνές αυτό το κουσούρι, να τις βλέπεις και με κλειστά τα μάτια. Δεν ξέρω τι έκανε μετά που έκλεισε το τηλέφωνο, δεν ξέρω καν γιατί με πήρε, μέρα μεσημέρι, ανάμεσα σε οθόνες ή σε κατσαρόλες, ιδέα δεν έχω, δε ρώτησα κιόλας πού είναι και τι κάνει αλλά και τι σημασία θα είχε, δεν είχε, μπορεί και να είχε, μπορεί και να παραείχε, ποιος ξέρει.
Μπορεί και να μετάνιωσα που δεν είπα ένα «έρχομαι για έναν καφέ και τρία τσιγάρα». Μπορεί να μετάνιωσε που πήρε τηλέφωνο και δεν είπε «έλα για έναν καφέ και τρία τσιγάρα». Για μια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό να τη ρωτήσω -νομίζω, δεν είμαι και πολύ σίγουρος- «εκείνη την άσπρη ζακέτα, την λεπτή, την δεν ξέρω πως τη λέτε, την έχεις ακόμη;». Περιμένοντας να ακούσω «ναι αλλά λείπει ένα κουμπί και δεν με χωράει πια και δεν ξέρω γιατί έχω κρατημένα τόσα άχρηστα στη ντουλάπα, γιατί ρωτάς;» για να πω «ωραία, φόρα την κι έρχομαι, πιάσε ένα τραπέζι να βλέπει θάλασσα, ρώτα αν θα μας αφήσουν να καπνίσουμε και είμαι στο δρόμο, θα πίνω καφέ και θα βλέπω το δέρμα σου κάτω απ’το κουμπί που λείπει, αν δεν μας αφήσουν να καπνίσουμε πάμε σ’ ένα παγκάκι, τρία τσιγάρα, ένα τέταρτο παρέα, γελάμε, κλαίμε, από μέσα μας όλα, μετά καθείς το δρόμο του». Κι εμείς και τα κουμπιά μας. Ούτε είπε, ούτε είπα.
Δεν μίλησα γιατί ο,τι και να ‘λεγα θα ‘βγαιναν ξεκάθαρα τεράστιοι υπότιτλοι που θα ‘γραφαν «ναι, με νοιάζει που σ’ ακούω έτσι αλλά δεν μπορώ να νοιαστώ». Γιατί θα πρέπει μετά να εξηγώ τις διαφορές ανάμεσα στο ένα και στο άλλο. Και τι να προλάβεις να εξηγήσεις ανάμεσα σε τρία τσιγάρα που δεν άναψες καν.
«Δύσκολο να αλλάξω ξανά σόλα, αν χρειαστεί. Μάλλον θα πρέπει να τα αποχωριστείτε την επόμενη φορά»
Βγαίνω. Κάνει κρύο. Ξέχασα το κασκόλ, ξέχασα τα γάντια. Αλλά θυμάμαι απ’ έξω τα στιχάκια.You’ll stumble in my footsteps if you try walking in my shoes…
♫
Φακ…
τι ξέχασες εσύ;
Τίποτα. Το φακ πάει στο ότι θυμάμαι τα πάντα.
Εμείς και τα φετίχ μας.
Oh, boy…
αυτή η ανωριμότητα θα μας φάει στο τέλος, αυτή και τα κουμπιά..
αυτοί οι υπότιτλοι…. γκέμια κανονικά.
μερικές φορές εύχεσαι δηλαδή να ΄σουν αναλφάβητος
Αχ.Αυτά είναι τα κουμπιά της Αλέξαινας…
δεν ρωτάω.-
Αχ, αυτές οι σορτ στόρις σας, με υπότιτλους ή χωρίς, εμπεριέχουν ένα μεγάλο βάσανο για μένα: τη νοσταλγία -διά της μνήμης (και πώς αλλιώς, άλλωστε;)
Κρύβει πόνο ένα τέτοιο ταξίδι… Δεν είμαι σίγουρη ότι τον αντέχω.
Το φάρμακο(;) είναι η συμφιλίωση με τα γεγονότα και το χρόνο. Γίνεται άραγε;
μια χαρά γίνεται