Αρκετά χρόνια πριν, μια μέρα που κόντευε στα μισά ο Σεπτέμβριος -τότε που ο μήνας άλλαζε δέρμα, φως και μυρωδιά, όπως και οι άνθρωποι άλλως τε- την ώρα που καθόμουν έξω ανύποπτος ανάμεσα σε πρόσωπα γνώριμα και χαμογελαστά, μια πολύ βρώμικη πατσαβούρα τρύπωσε με το ζόρι πρώτα στο λάρυγγα και μετά την ένιωσα να κατηφορίζει σαν φίδι ως το στομάχι, ένα βαρύ κι ασήκωτο χέρι έπεσε στο στήθος μου κι έμεινε κολλημένο σαν επίμονο στρείδι στα πνευμόνια (το κατάλαβα πως ήταν εκεί γιατί οι ανάσες μου όλες βγαίναν λειψές στο μέτρημα), ύστερα με πλάκωσαν ο τόπος, τα σπίτια, οι πλατείες, οι άνθρωποι, οι κουβέντες, τα γέλια, η βροχή, τα σύννεφα, τα πεζοδρόμια, η πόλη ολόκληρη. Χωρίς να μεσολαβήσει τίποτε, κανένα χειροπιαστό αίτιο ή αφορμή (ίσως, αναλογίζομαι τώρα, να ήταν ένα μικρό βουνό από «κανένα» και «τίποτε»). Έτσι, στα καλά του καθουμένου. Μπήκα ακούσια σε μια πρέσα απ’ όπου δεν έβρισκα τον τρόπο να ξαναβγώ, παρά μόνο σαν ερχόταν βαθύς Μάιος, πολλές φορές και Ιούνιος. Ενδιάμεσα άλλαζα συχνά πυκνά σχήμα. Όπως γίνεται σε κάθε πρέσα που σέβεται τον εαυτό της και το περιεχόμενό της. Κι αυτό έγινε θεσμός, τα δικά μου «Σεπτεμβριανά». Ξέπλενα κι άπλωνα για στέγνωμα την πατσαβούρα -όσο προλάβαινα- κάθε καλοκαίρι, την ξανάβρισκα μετά μέσα μου όλο και πιο λερή.
Κάποια πολύ μεγάλη μέρα, σα να πατήθηκε ένας διακόπτης, αυτό το στρίμωγμα πέρασε. Χωρίς να κάνω κάτι, δίχως τη βοήθεια της χημείας, δίχως συμβουλές ειδικών (δεν ξέρω γιατί διάλεξα το «δίχως», ούτε καν αν αυτό με διάλεξε), τίποτε τέτοιο. Δεν θυμάμαι δηλαδή να μεσολάβησε κάτι συνταραχτικό, εκτός από το ότι πέρασαν καμιά δεκαπενταριά χρόνια έκτοτε, γεγονός -και κατόρθωμα- συναρπαστικό αφ΄ εαυτού. Και ουδόλως αυτονόητο.
Εδώ και λίγο καιρό όμως, έχω την εντύπωση πως κάτι, κάποιος, ξαναπαίζει με τον διακόπτη.
#
Λέξεις που μπορούν να αντικατασταθούν από άλλες, κατά βούληση: Σεπτέμβριος, Μάιος, Ιούνιος, δεκαπενταριά, κάτι, κάποιος, στρίμωγμα, Σεπτεμβριανά
#
(για την αντιγραφή : Κάπα Κάπα Μοίρης)
Όλα καλά καμωμένα.
Και η πίεση της πρέσας.
Και οι λέξεις (χωρίς αντικατάσταση, βεβαίως). Μόνες τους διάλεξαν να εκτεθούν.
Κάπου ανάμεσα στριμώχνεται -ή απλώνεται- και η προσωπική ζωή.
Ή αυτό που χαρακτηρίζεται (κάπως) έτσι, τελοσπάντων.
Ξενερωτικό τελείως, αλλά …C’ est la vie.
Στο ον /οφ είμαστε όλοι.
μερικοι και στο ον/ουφ
Άλλοι, ακόμα χειρότερα, και ως ούφο.
Χωρίς να το έχω κατανοήσει (το κείμενο)… μου άρεσε.
Παράξενο, να σου αρέσει κάτι, χωρίς να το έχεις κατανοήσει, επαρκώς.
Άβυσσος το υποσυνείδητο του ανθρώπου.
κι εγώ δεν το κατανόησα. όλο και κάποιο όνομα θα έχουν όμως οι γιατροί για τέτοιες περιπτώσεις σαν τη δική μου