Το 1922 η γιαγιά μου -απ΄τη μάνα μου- πέρασαν με ένα καΐκι, βάρκα, κάτι τέτοιο πλεούμενο, Σμύρνη-Μυτιλήνη. Λεπτομέρειες δεν θυμάμαι πολλές, κάτι μου ΄χε πει αλλά δεν έδινα σημασία. Αν είσαι δέκα και δεκαπέντε και είκοσι, δεν επιτρέπεις σε κανέναν να σου τρώει χρόνο απ’ το παιχνίδι ή απ’ τους έρωτες. Κι εκείνη τότε δέκα χρόνων κοριτσάκι ήτανε αλλά τους κόψαν όλους το χρόνο λίγο άγαρμπα, για να το θέσω Ρεπούσικα. Στους τυχερούς κόψαν το χρόνο εκεί, σε άλλους παντού. Μια κι έξω.
Το θέρος του 1987 (ίσως και ’88) ψαχνόμαστε εγώ και το αμόρε για μια βδομάδα στη Μυτιλήνη. Τα βάζουμε κάτω. Τόσα τα καράβια, τόσα τα δωμάτια, τόσα τα ΚΤΕΛ, τόσο τα ούζα, τόσο τα καλαμαράκια, τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, σκέψεις μπόλικες, από λαδόξυδο κι αποφάσεις μηδέν.
Κάθεται στην αυλή, παραδίπλα, μας ακούει.
«Να πάτε. Να πάτε στη Μυτιλήνη. Δεν θα το μετανιώσετε. Θα σας δώσω κι εγώ ένα χιλιάρικο, θα δώσω και κάτι να πας ν΄αφήσεις»
Την κοιτάμε.
«Να βρείτε μια μέρα να πάτε στο Ακράσι, να βρείτε την κυρία Φωτεινή, αυτή μας έδωσε ένα δώμα που είχε στην αυλή και βολευτήκαμε έξη άνθρωποι, μικρή ήμουν τότε, φύγαμε και δεν θυμάμαι αν της είπα και ευχαριστώ, αγία γυναίκα, πρέπει να ‘ταν λίγο μεγαλύτερη απ΄ τη μάνα μου»
Την κοιτάμε.
«Να πάτε να τη βρείτε και να της πεις ποιανής εγγονός είσαι, της Κυρμήτρου θα πεις, μεγάλη χάρη θα μου κάνεις, θα χαρεί κι εκείνη, θα ξαλαφρώσω κι εγώ, εντάξει αγόρι μου;»
Κοιταζόμαστε. Ο κλήρος έπεσε σε μένα.
«Θα ζει η κυρία Φωτεινή;»
Με βλέπει λίγο σκοτεινιασμένη, λίγο απορημένη, σα να λέει «χαζό εγγόνι μου ‘κανε η κόρη μου»
«Γιατί να μη ζει; θα ζει. Εγώ πώς ζω δηλαδή;»
Δεν το συνέχισα, με σκούντησε και η άλλη σα να έλεγε «μη της το χαλάς, πες ναι και άστο να ξεχαστεί»
Πήγε μέσα και μου ΄φερε ένα δέμα. Μικρό, πιο μικρό από κουτί παπουτσιών νούμερο 35. «Διεύθυνση δεν θυμάμαι», είπε, «αλλά δεν έχουν ονόματα οι δρόμοι στα χωριά, όποιον και να ρωτήσεις πού είναι το σπίτι της Φωτεινής θα στο δείξει, αν έχει κι άλλη Φωτεινή να θυμάσαι ότι η σωστή ήταν ψηλή, πιο ψηλή από μένα, με μάτια γκρι».
Είπα «καλά, θα το πάρω», είπε «να το δώσεις όμως», είπα «ε ναι, θα το δώσω», το έδωσα μετά στη μάνα μου και της είπα «κρύφτο κάπου, μη δει ότι δεν το πήρα κι έχουμε κι άλλα».
Όταν κάποια στιγμή γυρίσαμε (δυο, τρεις βδομάδες μετά), ούτε θυμήθηκε να με ρωτήσει αν πήγα, αν τη βρήκα, αν το έδωσα. Εδώ καλά καλά εμένα δεν θυμήθηκε. Για την άλλην είπε όμως «το κοριτσάκι το ξέρω, έρχεται στο σπίτι συχνά τελευταία».
Η αλήθεια είναι πως Μυτιλήνη δεν πήγαμε εκείνο τον Ιούλιο. Δηλαδή ποτέ δεν πήγαμε Μυτιλήνη, ούτε Ιούνιο, ούτε Αύγουστο, ούτε ποτέ. Αλλά το ψέμα -κι ας μη με ρώτησε, κι ας μην απάντησα- το κουβαλάω βάρος μέσα μου. Όπως και το ότι δεν έμαθα ποτέ τι είχε, αν είχε κάτι δηλαδή, το δέμα για την κυρία Φωτεινή απ΄το Ακράσι. Γιατί σε δέκα μέρες δόθηκε το σπίτι αντιπαροχή και η μάνα μου το άφησε να θαφτεί -όπως κι άλλα «τιμαρεμένα» της μάνας της, που είχε μέσα στο υπόγειο- κάτω απ΄ τα μπάζα. Η γιαγιά θάφτηκε αργότερα. Ευτυχώς κανονικά, με όλες τις τιμές, στεφάνια, λουλούδια και καφέδες με μακαριές μετά. Αν και βασανίστηκε αρκετά, περιτριγυρισμένη από άγνωστους, που πόναγαν όσο την έβλεπαν να ρωτάει «εσύ ποια είσαι τώρα;» και μετά να ρωτάει μόνο με φοβισμένα μάτια «αυτό το παιδί τίνος είναι; πού βρέθηκε μωρό στο σπίτι μας;»
Τα ‘χουμε όλα όμορφα συμμαζεμένα, σε ράφια, σε ντουλάπια, σε συρτάρια. Έρχεται μια μέρα και γίνονται άνω-κάτω, γουμίδια, πεταμένα δω και κει. Μυστήρια σοκάκια τα μυαλά των ανθρώπων, το τι μπορείς -στα καλά του καθουμένου- να δεις να τριγυρνά εκεί μέσα, σα χαμένο, σαν αλαφροΐσκιωτο, σα σαλεμένο, ψάχνοντας άγνωστο τι, είναι απορίας άξιον.
♫
Α, κι εσείς. 🙂
α, είμαστε πολλοί ;
πάρα πολλοί
Πάντως χαίρομαι που θα μπορέσουμε να μοιραστούμε τις αναμνήσεις μας από τη Μυτιλήνη.Ούτ’ εγώ κατάφερα να πάω ποτέ.
θα κάνουμε μια συμφωνία : θα πίνουμε καφέ βλέποντας το Βόσπορο μιλώντας για μέρη που δεν πατήσαμε ποτέ
ναι ;
Deal!
(μας) πονάς ρε!
ψεμματα λέω, νταξ ;
Εμένα πάλι (για το ψέμα μου, λέω) και με ρώτησε και απάντησα και… με “σάλτσες” το εμπλούτισα… Τουλάχιστον δυο ορόφους παρακάτω από σένα, στην Κόλαση θα καταλήξω.
————————————————-
Ok… Είναι ανάλωση πολύτιμου χρόνου, αλλά σε παρακαλώ, μην το προσπεράσεις.
http://silia.wordpress.com/2007/07/10/makronisos/
ραντεβού στην Κόλαση λοιπόν (όποιος πάει πρώτος πιάνει στασίδι και για τον άλλον)
“Όποιος πάει πρώτος, πιάνει καζάνι”, λένε… 🙂
Αχ. Πέρσι έφυγε η γιαγιά που είχα το όνομα της. Ξεχνούσε κι αυτή αλλά κάπως αλλιώς. Εμάς μας θυμόταν, ξεχνούσε μόνο πότε μας είχε δει, πόσο καιρό ήταν στο σπίτι μας, τι είχε μόλις πει, αν είχε φάει. Ξεχνούσε και το όνομα της γάτας μου, Φρειδερίκη την έλεγε, “όνομα βασίλισσας”, έφριττα εγώ. Κι ο παππούς είχε άνοια πριν πεθάνει, αυτός ξεχνούσε πρόσωπα.
Είναι αυτό που φοβάμαι πιο πολύ – την άνοια, το να μη θυμάσαι, να μην αναγνωρίζεις πρόσωπα, το να χάσεις το μυαλό σου. Είναι και κληρονομικό λένε. Ισως γι αυτό το φοβάμαι, γιατί μάλλον πάω ντουγρού για εκεί.
θα είμαστε πολλοί, μη φοβάστε, δεν θα καταλάβουμε τίποτε
Και κάπως έτσι, μ’ αυτό το γλυκό, μακρινό σουτ που ήρθε από το πουθενά το σκορ έγινε Μούζικες-Γουμίδια 5-3.
και ούτε παράταση καταφέραμε να το πάμε το γαμωπαίχνιδο
@kaltsovrako, πιο πολλοί απ’ όσο φοβόμουν δλδ
τη θυμάμαι αυτή τη Μυτιλήνη σου