Συνήθιζα -κάποτε- να διαβάζω πλάι στη θάλασσα, ανάμεσα σε βουτιές, τσιγάρα, γέλια και μπίρες. Γι αυτό όλες οι σελίδες μυρίζαν αντηλιακά, στάχτες, ζέστη και ξεθυμασμένο αφρό. Για σελιδοδείκτες είχαν άμμο. Σπάνια βότσαλα, γινόταν ασήκωτο το βιβλίο μετά και έπρεπε να το αφήσω πίσω..
Μια μέρα κόπηκε μαχαίρι αυτή η συνήθεια. Έμεινα ώρα πολλή στην ίδια σελίδα, κοιτάζοντας λοξά δίπλα μου μια σταγόνα αλμυρό νερό που κατέβαινε σιγά σιγά από τον αφαλό της προς την άκρη του μαγιώ, όσην ώρα οι πόροι από το δέρμα της ανοίγαν και κλείναν με τέτοια πείνα -έτσι με βόλευε να πιστεύω- που όμοιά της μόνο στους μεγάλους λιμούς της Ιστορίας θα ‘βρισκες. Μπορεί να ήταν και πάνω από μισή ώρα, ποιος ξέρει, δεν κάθεσαι να χρονομετράς τέτοιες μεγάλες στιγμές. Κάποια στιγμή γύρισε και με κοίταξε, μέσα απ΄τα γυαλιά. Δεν πρόλαβα να στείλω τη ματιά μου αλλού, έμεινε εκεί, να χαζεύει το μακρύ δρομολόγιο της σταγόνας. Ας με έβλεπε, δεκάρα δεν έδινα για το τι θα σκεφτόταν.
Το βιβλίο δεν το άφησα να πέσει δίπλα, το κρατούσα θαρρείς και νοιαζόμουν να κρυφτώ από τη θάλασσα κι όχι απ’ το βλέμμα εκείνης. Μετά από έναν αιώνα, η σταγόνα κατάφερε να φτάσει ως το ύφασμα. Αφού πρώτα μου ΄βγαλε την ψυχή. Ήταν μισή τρίχα μακριά από κει που επιτρεπόταν να πάνε τα μάτια, μετά αναλάμβανε το μυαλό και τρύπωνε παραπέρα και παραπέρα και δρόμο για επιστροφή δεν έβρισκε. Δε ρίχνεις ψιχουλάκια εκεί, δε ρισκάρεις να σου πουν μια μέρα «ξέρεις το δρόμο, γύρνα πίσω».
Σήκωσε τα μάτια απ’ το βιβλιαράκι που ξεφύλλιζε, με είδε, σήκωσε μια στάλα την άκρη απ΄το μαγιώ και άφησε τη σταγόνα να μπει μέσα. Το ‘κανε επίτηδες, το ξέρω. Μπήκα κι εγώ μαζί και δεν νομίζω ότι βγήκα από τότε. Δεν πήρα τίποτε φεύγοντας, ούτε πετσέτες, ούτε γυαλιά, ούτε ένα κουτάκι μπίρα, ούτε λόγος για βιβλίο. Άμα βρεις το μονοπάτι (με το μυαλό έστω), ολόκληρη η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας θα ‘μοιαζε κιόσκι μπροστά στο τι θα συναντήσεις κει μέσα.
Που και που πάμε μαζί στη θάλασσα, ως και σήμερα. Όταν οι άλλοι παραδίπλα με ρωτάνε «πώς και δεν πήρες τίποτε να ξεφυλλίσεις;», εκείνη χαμογελάει μυστικά, χωρίς να πει κουβέντα. Ανασηκώνει μια στάλα την άκρη απ’ το μαγιώ και μ΄αφήνει να διαβάσω..
♫
(από το “Μικρές ιστορίες ενιαίας τιμής”)
νομίζω μασάω θάλασσα
αφού όχι άμμο τότε καλά
Κουβαλάμε την θάλασσα μέσα μας… Γευόμαστε την αρμύρα της στα δάκρυα, στον ιδρώτα και στο αίμα μας. Δεν ήξερε άλλο τρόπο η αρχαία μητέρα να δώσει φωνές στα παιδιά της, στις αθάνατες ψυχές που κουβαλούσε στην υδάτινη αγκαλιά της. Τα έκλεισε σε θνητές φυλακές, για να τα διώξει από τα σπλάχνα της, να τα αφήσει ελεύθερα να αρμενίσουν τη ζωή. Κι εκείνα έφυγαν μακριά… Και ξέχασαν… Ξέχασαν να ζυγώνουν το ένα το άλλο. Ξέχασαν πως η μητέρα τα έδιωξε από την αγκαλιά της για να τους δείξει τον κόσμο. Ξέχασαν πως τα πιο μεγάλα ταξίδια, οι πιο μεγάλοι κόσμοι είναι στα κορμιά των άλλων. Ξέχασαν πως ήταν αδέρφια…
Κι έκαναν δυο στρώσεις δέρμα να μοιάζουν τόσο μεγάλη απόσταση…
09.09.07
βασανίζεστε κι εσείς με αδιάβαστα, ε;
Κόβουν χαρτάκι τα αδιάβαστα. Σε λίγο η ουρά θα είναι μεγαλύτερη απο του ΙΚΑ.
Αυτή η εκδοχή του μαρτύριου της σταγόνας είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
είναι. αδύνατον να περιγραφεί με λέξεις
@koula, είστε πλέον το επίτιμο σάουντρακ του βλογ
😆 😆 😆
saltιμπάγκοι… 😛
ωραία θα ήταν να μας έλεγε και εκείνη για όλες τις προηγούμενες σταγόνες που της ξέφευγαν και γλίστραγαν πιο αριστερά και πλάγια και πίσω και χανόντουσαν… μέχρι να έρθει η μία… 🙂
ΥΓ να αλλάξουμε και την φράση: πνίγηκε σε μιά σταγόνα νερό 😀
θα προσπαθήσω να την πείσω (αν και θα με περάσει για χαζό) 😉
νταξ, δε χρειάζεται να μας πει εμάς…
μην την φέρνουμε και σε δύσκολη θέση ή χαλάσουμε το μυστήριο :))
Επικίνδυνες ισορροπίες ειλικρίνειας/λαγνείας. Όποιος δεν τα καταφέρνει όπως εσείς καταλήγει ή να μιλάει για αποτριχώσεις ή να κοπανιέται με πετσέτες.
έχουν και οι αποτριχώσεις τη μαγεία τους