Oι μπαλκονόπορτες αρχίσαν ν’ ανοίγουν δειλά δειλά. Μένουν ανοιχτές μισή, μια ώρα, λίγα δάχτυλα, έστω. Για να μη χτυπηθώ από την άνοιξη βγαίνοντας απότομα έξω, πετώντας από πάνω μου το σκάφανδρο του χειμώνα και περάσω όλο το θέρος σακατεμένος.
Εξευμενίζω τον ήλιο και το παραπανίσιο φως βάζοντάς τους τραγουδάκια, τόσο δυνατά όσο να ξεμυτίζουν στο μπαλκόνι, τόσο σιγά ώστε να μη ξυπνάω τους μέσα.
Ανάβω τσιγάρο ακουμπισμένος στα κάγκελα, πλάι στις γλάστρες που χάσκουν άδειες. Θα περιμένουν κι αυτές τη σειρά τους. Χώμα, περιεχόμενο, νερό. Και μια γωνιά να ξεπεταχτούν.
Σε ένα μήνα θ’ ανθίσει ο κάκτος μου. Όλη η ξεραΐλα, όλη η ασχήμια εντεκάμιση μηνών, θα ξεχαστούν με δυο βδομάδες ομορφιάς.
Το απέναντι μπαλκόνι θα είναι άδειο αυτό το καλοκαίρι. Αυτό δεν ξεχνιέται. Μέχρι να συνηθίσω -δεν ξέρω πώς και πότε συνηθίζεις- το κενό, θα βγαίνω να κάνω τσιγάρο και να ανοίγω κουτάκια με μπίρες από την άλλη πλευρά.
#
εγώ πάντως τις ακούω τις μουσικές σου
έρχομαι απέναντι. βάλε τα τσίπουρα στο τραπέζι