σήμερα δεν πάμε στη θάλασσα*

 

941257_584641054890465_1949088584_n

 

 

Το σπίτι είναι γεμάτο έπιπλα παλιά, βαριά, ακριβά μα όχι εκείνα που θα ‘λεγες βαράγκικα, ξυλίσια πάντως. Όχι ξύλινα, ξυλίσια. Ούτε ικέες, ούτε do it yourself χωράει εκεί μέσα, άλλη ράτσα οι παλιοί. Μαραγκοί, εκθέσεις επίπλων, με τέτοια μεγαλωμένοι, πιστοί στις καρυδιές και στα μασίφ ως το τέλος -άσχετα αν κάποια στιγμή έκαναν απιστίες με φορμάϊκες-.

Πιάσαμε θέσεις -οι αμήχανοι εισβολείς- σε καρέκλες, γύρω απ’ το τραπέζι, αφήσαμε ένα κουτί με κουλουράκια σε μια γωνιά μπαίνοντας, «μα με κεράσματα θα πάμε;» τη ρώτησα απορημένος, «δεν πάνε με άδεια χέρια» με αποπήρε.  Οι σπιτονοικοκύρηδες ξαναχωθήκαν στις πολυθρόνες τους, στα ψεύτικα κουκούλια τους. Μόνο ο βόμβος απ’ το ψυγείο της κουζίνας ακούγεται. Αυτός και οι κουβέντες των γερόντων. Τόσο αξιοπρεπείς, τόσο ανακουφιστικά παλιομοδίτικοι αλλά και τόσο θυμωμένοι.

Άνθρωποι -και οι δυο- που φτάσαν την κορφή των ογδόντα και άρχισαν πια να κατηφορίζουν. Άνθρωποι συντηρητικοί, μετρημένοι, πες τους και χλιαρούς, πολιτισμένοι, ευγενείς, αυτό που λέμε -τόσο σαρκαστικά και άδικα μεταφρασμένα, κάποιες φορές- «νοικοκύρηδες». Απ’ αυτούς που ζωγραφίζαν το τρίπτυχο αλλιώς, η οικογένεια πρώτα. Πατρίς και θρησκεία θα μπορούσαν να περιμένουν τη σειρά τους, ή άλλους πιο ένθερμους. Μια άλλη ράτσα που σιγά σιγά εκλείπει, αφήνοντας χώρο σε αμόρφωτους, ημιμαθείς, φανατικούς και βιαστικούς.

Λένε για τις ατέλειωτες ώρες του στο γραφείο που ξεκίναγαν πριν καλά καλά φέξει και τέλειωναν με σκοτάδι έξω. Για τις πέντε μέρες άδεια το χρόνο, κι αυτές με κινητά που ούτε να κλείσουν μπορούσαν ούτε να σιωπήσουν, πάνω από τρία λεπτά. Για τα λειψά Σάββατα του. Για τις τρεις μέρες που κατόρθωνε να ανέβει να τους δει και έφευγε -τις περισσότερες φορές- την δεύτερη μέρα γιατί «κάτι έγινε». Για τη δουλειά που αυξήθηκε, για τον μισθό που ακρωτηριάσθηκε, για τις παραπανίσιες ευθύνες που φορτώθηκε, για τον ελεύθερο χρόνο που στραγγίστηκε, για τα παιδιά του που τον βλέπαν όλο και λιγότερο τις καθημερινές, για τα «όχι» που δεν είπε, για τα «όχι» που εισέπραξε. Λένε -με θυμό μα και ενοχική αξιοπρέπεια- ότι εκείνοι, και οι δυο, φταίνε που τον μεγάλωσαν έτσι, να βάζει τους άλλους και τον καλό τους λόγο πάνω απ’ όλα. Εκείνων των άλλων που όταν μυρίστηκαν αίμα και φιλότιμο -έτσι είπαν, την σιχαίνομαι πια αυτή την πρόστυχη λέξη- τον πλήρωναν πλέον με καλό λόγο, ζητώντας κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο απ’ το ανθεκτικό υποζύγιο. «Έτσι είναι τα αφεντικά αγόρι μου, χίλια παραπανίσια καλά θα τους κάνεις, μισό χρεωστούμενο θα δεις να σου επιστρέφουν» λένε. Και είναι τόσο παράξενο να ακούω τέτοια πράγματα από στόματα ανθρώπων της γενιάς τους, της τάξης τους, της ιδεολογίας τους, της χλιαρής, μετρημένης και υποταγμένης -έτσι λέγαμε- ζωής τους. Λένε κι άλλα, ανάμεσα σε εικόνες απ’ τα παλιά, στο αναμμένο καντήλι και την φωτογραφία του στο τραπεζάκι στο σαλόνι. Πηγαίνω λίγο πιο πίσω την καρέκλα μου, να μη βλέπω. Να τον θυμάμαι όπως στα δέκα, στα δεκαπέντε του, που έπαιζε κι έλιωνε γόνατα και αστραγάλους στις αλάνες με τον αδερφό μου. Aλλά όσο και να κρυφτώ, τα λόγια τους με βρίσκουν στο κέντρο, «ζητήσαν και μια φωτογραφία του, να την βάλουν -λέει- σε ένα γραφείο, δεν ξέρω τι τους είπε η νύφη μου, εγώ αν ήμουν θα τους έλεγα να φτιάξουν γραφείο πεσόντων, μήπως και αρχίσουν να ντρέπονται λίγο», κανείς δεν θα ντραπεί ήθελα να του πω αλλά δεν μίλησα. Ούτε όταν μου είπε η μάνα του «την επόμενη μέρα της κηδείας πήραν τηλέφωνο και ζήτησαν το κλειδί απ’ το εταιρικό αυτοκίνητο, την επόμενη μέρα, τα λουλούδια ακόμη ζωντανά ήταν πάνω στο χώμα, το διανοείσαι αγόρι μου;». Ούτε τότε μίλησα. Γιατί ναι, διανοούμαι.

Η πίκρα, σκέφτομαι ανάμεσα στα υγρά τους μάτια, τον βόμβο του ψυγείου και τακούνια να πηγαινοέρχονται απ΄ το πάνω διαμέρισμα. Η πίκρα για την απώλεια κάνει τους ανθρώπους να γίνονται άδικοι, ν’ αλλάζουν μυαλά, να ξεχνάνε αυτά που ήξεραν, αυτά που τους μεγάλωσαν, αυτά που μας πότισαν και γίναμε ο,τι γίναμε, ξερικά και ποτιστικά, επαναστάτες και νοικοκυραίοι, αφεντικά ή σε αφεντικά. Η πίκρα και η απουσία. Αυτά φταίνε, τίποτ’ άλλο. Κανένα αφεντικό δεν του απαγόρευσε να φεύγει είκοσι μέρες το χρόνο, κανείς δεν τον ανάγκασε να έχει ανοιχτό τηλέφωνο 24/7/365, κανείς δεν του επέβαλλε το εντεκάωρο και το δωδεκάωρο, δύσκολες εποχές για όλους είτε αφεντικά είτε υπάλληλοι, δεν κάνουν διακρίσεις σε γαλόνια τα γκρίζα χρόνια που περνάμε. Δεν γίνονται αυτά, ήθελα να πω στους γέροντες, σπουδαγμένοι άνθρωποι είστε και οι δυο, μην αφήσετε τα μανιχαϊστικά να σας ρουφήξουν. Αλλά σιώπησα. Ξανά.

«Να προσέχετε τον εαυτό σας» μας ξεπροβόδισαν, «κανείς δεν σας έχει ανάγκη περισσότερο απ’ τα παιδιά σας και τους δικούς σας ανθρώπους, μόνο σ’ αυτούς θα λείψετε, μόνο γι αυτούς είστε αναντικατάστατοι».

 

Το αυτοκίνητο ήταν διακόσια μέτρα πιο πέρα. Κουβέντα δεν αλλάξαμε στη διαδρομή ως εκεί. Τι να πεις που δεν ξέρεις κι απ΄ την καλή κι απ’ την ανάποδη, είτε στο πετσί σου είτε στο γδαρμένο πετσί δικών σου ανθρώπων. Τι να πεις χωρίς να γίνεις άδικος γι αυτούς που -τώρα πια στα γεράματα- έχουν τόσο δίκιο (για ιδέες που ξόρκιζαν παλιά) αλλά δεν τον ξαναέχουν κοντά τους να του μάθουν αυτή την αξιακή αλφαβήτα απ’ τη αρχή. Αυτό τους πονάει, η ηθική -έτσι, άδικα, πιστεύουν- αυτουργία. Και μ’ αυτήν θα φύγουν.

 

 

 

 

* τίτλος εντελώς άσχετος με την πραγματικότητα

6 thoughts on “σήμερα δεν πάμε στη θάλασσα*

  1. για μένα, τους δικούς μου συνειρμούς, ο τίτλος είναι απόλυτα συνδεδεμένος. είναι σα να το λένε τα παιδιά ως αποτέλεσμα του χαμού του πατέρα τους…

    1. εγώ και σεις – και μερικοί άλλοι νοματαίοι, σαν τα μούτρα μας- μπορεί να έχουμε αρρωστημένη φαντασία τότε

  2. Δηλαδή, με ποιά αξιακή αλφαβήτα θα ήταν μικρότερη η οδύνη απ΄την απώλεια;

      1. Ισως με μια αλλη αξιακη αλαφαβητα να μην ειχε φτασει στην απωλεια…Ισως παλι οχι, καθεις με τη μοιρα του αλλωστε…

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s