Είδα τα καλύτερα κορμιά της γενιάς μου χαλασμένα από την οικογενειακή αχρησία, κουρασμένα, υστερικά, γυμνά. Αγνώριστα.
Κι όμως κάποιοι άντρες (μπορεί και γυναίκες) τα ποθούσαν ακόμη. Κοιτάζαν την καλοκρυμμένη σάρκα κάτω απ΄τα παραπανίσια ρούχα το χειμώνα, τη βλέπαν μισή σπιθαμή μακριά τους κι αφτιασίδωτη το καλοκαίρι. Μα δεν τους αποθάρρυνε ότι δεν τα αναγνωρίζαν πια, ίσως γιατί κι εκείνοι αγνώριστοι ήταν.
Ήταν κάμποσες οι φορές που ξένοι, εισβολείς στους τέσσερις τοίχους τους, θέλαν να τα πάρουν και να τα πάνε μια βόλτα πάνω σε σεντόνια ημιδιαμονής, σε καναπέδες, σε πάγκους κουζίνας, σε τουαλέτες, σε ασανσέρ, στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκίνητου, σε κοντινά βουνά και σε κρυφά δρομάκια, γυμνά ή μισοντυμένα. Έτσι κι αλλιώς ίδιο το τρόπαιο.
Εκείνα όμως, που κάποτε εξέδιδαν άσεμνες, υγρές ωδές (τόσο υγρές που δεν γεννήθηκαν ακόμη λέξεις για να τις περιγράψουν), το ‘χαν βάλει γινάτι να πιστεύουν ότι πρέπει να πάρουν και το μυαλό τους μαζί στην αποσκευή. Τα πιο πεισματάρικα θέλαν να πάρουν και, άκουσον άκουσον, καρδιά, για μια τόση δα βόλτα. Εξεπίτηδες το ‘καναν. Θέλαν να βγουν υπέρβαρα στο μέτρημα και να τους πουν «πληρώστε ή γυρίστε πίσω», ίσως γιατί, κατά βάθος, δεν θέλαν να πάνε πουθενά, μιας και όλα πλην σάρκας είχαν τακτοποιηθεί με τον καιρό σε ογδόντα τετραγωνικά, μέσα σε γνώριμα κομοδίνα, συρτάρια, ντουλάπες, πατάρια και χαρτόκουτα και σαν ερχόταν η στιγμή -αν την συναντούσαν ποτέ- καθόταν μουδιασμένα στην κουζίνα, φτιάχναν έναν καφέ, μπορεί και δεύτερο, και σκεφτόντουσαν ανακουφισμένα «που να κάθομαι να σκαλίζω τώρα, ποιος τα ξαναβάζει στη θέση τους ένα ένα μετά».
Μετά. Μετά κάποια απ’ αυτά σπάγαν κλαίγοντας σε λευκά γυμναστήρια, γυμνά και τρέμοντας. Από την ανομολόγητη καύλα. Την ώρα που ξεπλέναν τον ιδρώτα από πάνω τους στο σπίτι, μπορούσες να τον ακούσεις να ουρλιάζει. Γιατί πήγε πάλι στράφι..
(sorry Allen)
♫ ♪
Έτσι… έτσι… αφού καταφέραμε κι επιβιώσαμε του σκληρού Απρίλη με χίλια βάσανα, δώστε μας -τώρα στην εκπνοή του- μια γκασμαδιά στο κεφάλι κι εσείς. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά νομίσαμε πως την σκαπουλάραμε, αντιλαμβάνεσθε…
αντιλαμβάνομαι, που να μην αντιλαμβανόμουν 🙂
το ουρλιαχτό των ανομολόγητων πόθων …
the company of house wolves
είχα ξεχάσει την ομορφιά του λόγου σας αγαπητέ.. αυτό το σάρκινο συντακτικό που σε κάνει να θες να κοκκινίζεις…
κοκκινίζω 🙂 (το κατορθώνω ακόμη, ενίοτε, ευτυχώς)
και εγώ… πόσο αγγελικά πλασμένοι είμαστε τελικά…
[σας χαμογελώ και εγώ, μου θυμίζετε άλλωστε τόσο όμορφες εποχές, χαίρομαι που σας ξαναδιάβασα…]
μας δυσκωλεύετε, αγαπητέ…
#pollaplis
ωχ
Να το ξέρετε φίλε μου… Θα έρθει μια μέρα, που θα κατηγορηθείτε για (ακούσια, έστω) πρόκληση τάσης για αυτοχειρία…
Εγώ πάντως σας προειδοποίησα και αμαρτίαν ουκ έχω. 🙂
οκ, όλες οι αμαρτίες δικές μου
Δεν βαράτε λίγο ακόμα; Η ζωή μας σε 500 λέξεις…
με 50 θα ήταν ακόμη χειρότερα, μη σας πω και με 5
τοσες μεγαλες λεξεις σε 80μ2 πως χωρανε ρ γαμω?
συμπυκνωμένες είναι, τρέφονται με ψέμματα και γίνονται τέρατα