καλοκαίρια προσφοράς

 

02 - aglio olio e peperoncino

 

 

 

Έριξε τα μακαρόνια στην κατσαρόλα. Ήπιε  μια γουλιά απ’ το κρασί δίπλα, έκανε έναν μορφασμό, πρόλαβε και «άρπαξε» τρεις μέρες ανοιχτό. Δεν ήταν κι απ΄τα ακριβά των οκτώ και των δέκα ευρώ, κομμάτια να γίνει. Άνοιξε το ψυγείο, ήταν ξαπλωμένη μια Σαντορίνη στο υπόγειο, τη λυπήθηκε μονάχη, το σκέφτηκε, λαχτάρησε, τον ρώτησε

-Να ανοίξω ένα κρασί; θα πιεις κι εσύ;

Χωμένος στο τάμπλετ, χαμένος στα e-tickets και στα e-bookings και στα e-summers.

Tι είπες;

-Κρασί λέω, θα πιεις;

-Mπα, εσύ θα πιεις;

-Έτσι λέω

Έπαιξε τη σκηνή στο reverse, τον ρώτησε, το λαχτάρησε, το ξανασκέφτηκε, το λυπήθηκε, έμεινε κλειστή η Σαντορίνη. Άστο για αύριο που θα ‘ρθει και η κουμπάρα, σκέφτηκε, μόνη δεν πίνω. Ξανάβαλε δυο γουλιές απ΄ το αρπαγμένο.

-Θέλεις κόκκινη σάλτσα ή να τα κάνω με τσίλι και σκόρδο;

………

Της απάντησε σε πέντε λεπτά, όταν εκείνη ήδη είχε ψιλοκόψει τα κόκκινα πιπεράκια και το σκόρδο.

-Σου είπαν τα παιδιά πού θα πάνε φέτος;

-Όχι. Είπαν σε σένα;

-Κάπου θα πάνε, φαντάζομαι

-Καλά φαντάζεσαι

Εκείνος ξαναβούτηξε στα e- . Eκείνη ετοίμασε το λάδι. Αν μπορούσε να το ζεματίσει και να τον λούσει μ’ αυτό, θα το ‘κανε με ανακούφιση. Αλλά θα γινόταν χάλια πατώματα, καναπέδες και χαλιά, προτίμησε λοιπόν να το στείλει στα μακαρόνια. Μοσχοβόλησε το σπίτι.

-Τι φτιάχνεις;

Mην ενοχλείσαι, θα στρώσω σε δέκα λεπτά

-Καλά. Θες βοήθεια;

Eντάξει είμαι, κάνε δουλειά σου

Έστρωσε στο μπαλκόνι. Ήσυχη νύχτα. Όχι γιατί ήταν άδεια τα μπαλκόνια τριγύρω, ίσα ίσα, ζήτημα να αδειάζαν για πέντε, έξη βραδιές όλο το καλοκαίρι. Αλλά γιατί οι άνθρωποι μιλούσαν όλο και πιο χαμηλόφωνα. Όσο τους έσφιγγαν τα ζόρια, τόσο ρίχναν τα ντεσιμπέλ της φωνής τους. Θαρρείς και ήταν ένοχοι που ζούσαν ακόμη μέσα σε σπίτια, πάνω σε μπαλκόνια, που βγάζαν τρία πιάτα και δυο ποτήρια πάνω στα τραπέζια. Χυδαίο δείγμα ευζωίας τα καθαρά τραπεζομάντηλα. Η ζωή τους η ίδια, μια πρόκληση. Και το cd που έβαλε να παίζει, ένα του Wes Montgomery που βρήκε πρώτο, πρόκληση κι αυτό.

Το πιάτο μπροστά του έμεινε ανέγγιχτο, ώρα πολλή. Σκάλιζε με το πηρούνι τα κόκκινα και τα έβγαζε στην άκρη, μετά τα ξανάβαζε μέσα, μετά φτου κι απ΄την αρχή, μια πηρουνιά κατόρθωσε να φτάσει στο στόμα του, σπουδαίο κατόρθωμα.

-Δεν τρως, δεν μιλάς, μου πήρες ήδη τρία τσιγάρα, σε πιάσαν ξανά τα ψυχολογικά σου

-Γιατί, μ’ άφησαν ποτέ; Δεν θυμάσαι πέρυσι το καλοκαίρι τις δυο νύχτες που καταφέραμε να φύγουμε; και τις τρεις πρόπερσι; να μου το θυμηθείς, όπου και να φύγουμε φέτος, αν φύγουμε, μια νύχτα, δυο, τρεις, πρώτα πρώτα θα τρέξουν να παλουκωθούν στη βαλίτσα, μη χάσουν τα μαλακισμένα.

-Κάνε κάτι, τα σέρνεις μαζί και υποφέρω κι εγώ, υποφέρεις κι εσύ. Δεν πάει άλλο.

-Μια φορά τα κλείδωσα πίσω φεύγοντας, το ξεχνάς; εκείνη τη χρονιά στη Σύρο. Δέκα μέρες, πόσες ήταν, δεν θυμάμαι. Κι όταν γυρίσαμε και ξεκλειδώσαμε, ρημαδιό όλα τα βρήκα. Τρεις μήνες έκανα να βρω τι είναι πού μέσα στο σπίτι. Ακόμη κι εσύ χαμένη ήσουν, αγνώριστη, άλλη στο νησί, μια ξένη εδώ, μια άγνωστη.

-Ανάποδα τα είπες, εδώ μέσα ποτέ δεν είμαι μια ξένη, συγγενής κατάντησα, τι ξένη μου τσαμπουνάς, μακάρι να ήμουν ξένη κι άγνωστη, μια ματιά θα την έριχνες πάνω μου

Δεν είναι σίγουρο πως την άκουσε. Γιατί δεν είναι σίγουρο ότι κι εκείνη μίλησε. Από κάπου παραδίπλα ξεχύθηκε μια άσχημη τηγανίλα, σαν να ρίξαν σε βρωμόλαδο σαφρίδια δυο ημερών, φτηνά αφρόψαρα προσφοράς. Το μυαλό του βολόδερνε, ξάφνου θυμήθηκε ότι παλιά πουλάγαν ντομάτες για σαλάτα, πουλάγαν και τις ζουληγμένες -εκείνες που χύναν στους πάγκους τα ζουμιά τους- για φαγητό, τίποτε δεν πήγαινε χαμένο. Ξανά τα ίδια σήμερα. Μόνο που τώρα ζουλάνε ανθρώπους, κι ο,τι ζουμί βγάλουν, για όσο βγάλουν. Μόνο που τότε είχε τεφτέρια, σήμερα δεν έχει βερεσέδες. Ελεημοσύνες έχει μόνο κι ας τις βαφτίζουν καλάθια με «προσφορές για τους συνανθρώπους μας» στα μεγαλομπακάλικα, ελεημοσύνες είναι δίχως απλωμένα χέρια απέναντί σου. Για να μη νιώθουν άβολα και τα χέρια κι εσύ. Για μια στιγμή σκέφτηκε οτι τους χτυπάνε την πόρτα, ανοίγουν και βρίσκουν δυο σακούλες με αλεύρια, κριθαράκι, πελτέ, καρολίνες, ζάχαρη, πτι μπερ, μια κομπόστα ροδάκινο κι ένα βάζο ελιές, πάνω στο πατάκι στην είσοδο. Για να ξεγελάσουν τα άδεια ντουλάπια και το ερημωμένο ψυγείο τους. Ανατρίχιασε..

-Θα πιούμε κάτι; τη ρώτησε, νομίζω έβαλα ένα λευκό μέσα προχτές

Σηκώθηκε και πήγε να το φέρει. Ευτυχώς δεν ήταν εκεί να δει τα μάτια της. Ευτυχώς δεν ήταν πλάι του να δει το βλέμμα του. Ψέμμα, μεγάλο ψέμμα. Χαζά κλισέ, στα μάτια έτσι κι αλλιώς δεν κοιταζόντουσαν από καιρό, λόγω φόβου. Όσο να ‘ναι μιαν αλήθεια θα τη δεις κάποια στιγμή εκεί μέσα.

Την ώρα που εκείνη άναβε το έβδομο τσιγάρο, κάπου τριγύρω άλλο ένα κοπάδι από μπαγιάτικα ασπροσάφριδα βούταγε μέσα σε χτεσινά λάδια…

 

 

2 thoughts on “καλοκαίρια προσφοράς

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s