Ακούω σαρανταπεντάρια κυλικείου ΣΕΚ. Κάτω απ΄το πλατάνι, πέντε μέτρα μακριά απ’ τον σταθμάρχη. Πριν δυο λεπτά έδιωξε την υπερταχεία των οκτώ. Δεν νύχτωσε ακόμη. Αλλά μέτραγα ήδη νυσταγμένα κεφάλια πίσω απ΄τα τζάμια, γερμένα πάνω στις καφέ κουρτίνες, τις ποτισμένες Παλλάς και Έθνος φίλτρο κασσετίνα. Θα πιάσει Θεσσαλονίκη περασμένες μια, ο καθιστός ύπνος τους θα διακόπτεται από βόλτες για άδειασμα στην τουαλέτα και σταθμούς με λιγδιάρικα φώτα και παράξενα ονόματα, Παρανέστι, Ροδόπολη, Δοϊράνη.
Παραγγέλνουμε φιξ κι άλλες φιξ και μετά ακόμη λίγες. Ανάμεσα στα άδεια μπουκάλια τσιμπολογάμε κεφτεδάκια, πατάτες και κρεμμύδια απ’ τη σαλάτα. Αυτή τα κάνει στην άκρη, εξεπίτηδες. Για να μη μ’ αφήσει να τη φιλήσω μετά. Ψευτοναζιάρικο «μυρίζεις», σεταρισμένο με τάχα μου τσαχπίνικο σμπρώξιμο. «Γαμιέσαι». Υπόκωφα, από μέσα μου. Έπρεπε να πιω δυο φιξ ακόμη και να αφήσω αυτές να μιλήσουν μαζί της στα ίσα, τι είχανε τι χάσανε.
Jukebox is on fire. Πάτησα Α3, μετά G10, D1, G2, τέλειωσαν τα κέρματα, γιατί δεν ήρθες τότε, την ώρα που πονούσα, πονάει η κύστη μου απ’ τις μπίρες. Δεν είμαι γω αυτός, ασπρόμαυρη ταινία βλέπω, γιατί λοιπόν μ’ αφήνεις, γιατί, γιατί μ΄εγκαταλείπεις. Δεν έπρεπε να φάω τόσο κρεμμύδι. Άμα μπλέκεις την ανάσα σου με λαϊκά κορίτσια που μυρίζουν σαπούνι, με μαλλί σαν της Ρίας, χάνεις το μπούσουλα και τον ειρμό απ΄τις σκοτεινές σκέψεις σου. Αγγίζω το γόνατό της, δεν έφαγα με τα χέρια το κρεμμύδι κι όμως το πιάνει πριν σκαρφαλώσει βορειότερα και το επιστρέφει στη θέση του. Αυτό το τιμάρεμα θα την φάει στο τέλος την καργιόλα, όλα στη θέση τους. Όλα εκτός από ένα. Με το νου μου μπαϊράμι κάνω. Ι’m on fire.
Στο σταυροδρόμι, στο σταυροδρόμι
εκεί που ‘πες «θα μπω»
εκεί άλλαξες γνώμη
Κακώς άφησα να φύγει χωρίς εμένα εκείνο το τρένο. Στις μιάμιση, βαριά δυο θα έκοβα βόλτες στη Μοναστηρίου. Εκεί δεν τις νοιάζει για τις γλώσσες που δεν έχουν γεύση κολγκέιτ με γκαρντόλ.
♪
Oh, boy…