Κυριακή πρωί, νωρίς, στο μπαλκόνι. Στα στασίδια τους -αυτά που έχουν κλείσει με διαρκείας- οι γριές, στη γωνιά μου εγώ, κάτω απ’ τον φύκο που αρνείται πεισματικά να πεθάνει εδώ και εικοσιτέσσερα καλοκαίρια. Δεν του δίνω την πρέπουσα σημασία, το ομολογώ. Ώρες ώρες νομίζω ότι είναι αυτονόητο πως μπορεί να ζήσει αιώνια, καλά, όχι αιώνια, έστω μια μέρα μετά την δική μου αναχώρηση με βάση το προσδόκιμο. Μόνο νερό του δίνω, μια στις τόσες, ούτε χώμα, ούτε λίπασμα, ούτε καινούρια γλάστρα εξόν απ’ αυτήν που του ‘κανα δώρο όταν έκλεισε τα δεκαπέντε του. Σπουδαίο δώρο. Αλλά αυτός επιμένει να με συμπονάει, αντέχει τους χειμώνες μονάχος του στο διάδρομο, αγόγγυστα, μέχρι να ξανάρθει Μάιος και να πάρει τη θέση του στην ίδια γωνιά όπου ενηλικιώθηκε. Έχω μια φωτογραφία του από τότε που τα παιδιά ήταν τριών, τεσσάρων χρόνων, τα παιδιά κάθονται αριστερά του. Αυτός ψήλωσε, θέριεψε περισσότερο. Ίσως έχουν δίκιο όσοι λένε πως η πολλή φροντίδα ευνουχίζει.
Κάποιος από τους πέριξ μερακλώνει εννιάμιση ώρα το πρωί με ποντιακά. Ένας άλλος του κάνει κόγξες με θρακιώτικα. Καρκίνος οι ανοιχτές μπαλκονόπορτες, καρκίνος για τ’ αυτιά. Τόσο έθνικ δεν αντέχεται, ακόμη και με τον καλύτερο καφέ του γαλαξία παρέα. Ευτυχώς δεν έχουμε μερακλήδες -ίσως και κουφούς- κρητικούς κοντά. Ούτε ηπειρώτες. Κάθε πράγμα στην ώρα του και στον τόπο του, τα πρωινά της Κυριακής οφείλουν να είναι δίχως πατρίδα, ορφανά από καταγωγή και μουγκά. Να μπορείς να πεις μια κουβέντα μαζί τους δίχως παρεμβολές.
Εντεκάμιση ξεκινάμε για τη θάλασσα. Περασμένες δώδεκα παρκάρουμε, αφού μετρήσαμε ίσα με χίλιες βουλγάρικες πινακίδες (υπερβάλλω, κανείς δεν έχει κουράγιο να μετράει ως το χίλια με 34ºC έξω, στο εκατονπενήντα μπούχτισε κι ο καταμετρητής στο πίσω κάθισμα λέγοντας «ζαλίστηκα, να σταματήσω;») μέχρι να φτάσουμε όσο πιο μακριά από κόσμο μπορούμε. Πόνεσα όταν έβαζα είκοσι ευρώ αμόλυβδη, ετούτοι δεν έχουν πρόβλημα να βάλουν πενήντα και εξήντα για ένα μπάνιο. Ίσως έχουν δίκιο όσοι λένε πως πεθάναμε σ’ αυτή τη χώρα και δεν το καταλάβαμε. Το μόνο που μένει, για να βγάλουμε και τα κόλλυβα, είναι να δούμε και πινακίδες απ’ τη Μολδαβία, αυτή είναι δίπλα μας, έτσι; Μια ώρα πτήση, δέκα ώρες οδήγημα, δεν μπορεί, ακόμη και αυτούς όλο και κάτι θα τους περισσεύει από τα εβδομήντα ευρώ μηνιάτικο για να φτάσουν ως εδώ.
Βουτάω και ξαναβουτάω χωρίς να γυρίζω το βλέμμα μου προς τα πίσω, στις ομπρέλες, την άμμο, τα βουνά στο βάθος, κοιτάζω μόνο τον ορίζοντα που με τυφλώνει, ευθεία Λήμνος, Τήνος, Πάρος, Σίκινος και βγαίνεις Κρήτη. Θέα πολυτελείας, πεντάστερη, all inclusive, κι ας μη βλέπεις τίποτε, μια χαρά μπορείς να φαντάζεσαι. Tαΐζεις την ψυχή σου όσο θες και κανείς δεν σου ζητά ευρώ παραπάνω, το εικοσάρικο της αμόλυβδης ως εδώ φτάνει και περισσεύει για να πιεις όσο γαλάζιο και φως μπορείς ν’ αντέξεις. Χωρίς να κοιτάς πίσω. Το πολύ πίσω δαγκώνει. Βγαίνω -σχεδόν- με την πλάτη, σαν τις θείες που ξαπλώνουν στα ρηχά (εκεί που το νερό είναι ζεστό σαν κάτουρο) για να απαλύνουν τους πόνους των χρόνων που βαραίνουν πάνω τους. Λίγο πριν γίνω πιο γραφικός κι απ΄τον Bean ή τον Monsieur Hulot σηκώνομαι και αντικρίζω την πραγματικότητα. Κι ένα παιδάκι που πετάει νερά, ανακατεμένα με άμμο, πάνω μου. Ίσως έχουν δίκιο όσοι λένε πως ο Ηρώδης δεν μπορεί να ήταν τόσο κακός.
Στην επιστροφή, το δέρμα έχει τσιτώσει απ’ το αλάτι. Κανείς μας δεν το ξέπλυνε όμως. Το πληρώσαμε πανάκριβα, ας μείνει μισή, μια ώρα ακόμη πάνω μας πριν πάρει το δρόμο για το σιφόνι της μπανιέρας. Εκεί που καταλήγουν, κάπως άδοξα, τα περισσότερα από τα καλοκαίρια μας. Παρέα με αφρόλουτρα που μοσχοβολάνε, για να χρυσωθεί το χάπι του αποχωρισμού.
Λίγο πριν παρκάρουμε στην πυλωτή, παίρνω παγωτά. Μπαίνω στο σπίτι ξυπόλητος κι ας γκρινιάζει για τα πατώματα. Μερικά μεσημέρια Κυριακής μπορείς να επαναστατείς, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις.
♫
κάτι περιγραφές ακούγονται και πονάνε σαν το χαλίκι στο σανδάλι
Εχετε και σανδαλια λοιπον…
πιπέρια δηλάδη
ως και στα μάτια δηλαδή