Κοντά ενάμιση μήνα με παρακαλώ να γράψω τρεις γραμμές για το «πλέι μολέξεις». Όχι τις τρεις που έστειλα ιδιωτικώς στον συγγραφέα, μ’ αυτόν έχω κλείσει λογαριασμούς. Θα σου πω μετά γιατί. Τώρα έχω να ομολογήσω άλλα, σαν σέλφι. Για να καταλάβεις γιατί μου πήρε ενάμιση μήνα.
Διαβάζω. Έτσι υποθέτω. Όχι φανατικά, όχι συγκροτημένα, όχι αφοσιωμένα, όχι τακτικά, δεν κάνω τίποτε που μπορεί να με χαρακτηρίσει ορκισμένο βιβλιόφιλο. Τα αγαπάω τα βιβλία, το χαρτί, τη μυρωδιά τους, τον ήχο που κάνουν οι σελίδες όταν φεύγουν, τα ωραία εξώφυλλα, τις καθαρές γραμματοσειρές, φτάνω στα όρια του να ζωστώ την κορδέλα του φετιχιστή αλλά ως χλιαρός αυτοσυγκρατούμαι. Αν τύχει να βρω μέσα κάτι που θα με κάνει να ριγήσω έστω άπαξ (όχι από συγκίνηση ή κάποιου είδους αναπόληση που βγήκε στον αφρό αλλά από μια καθαρή, ειλικρινή, δημιουργική ζήλια επειδή δεν θα αξιωθώ ποτέ να γράψω έστω μια παράγραφο αντάξια αυτού του ρίγους), τότε μπορούμε και να συζήσουμε για λίγο καιρό δίπλα δίπλα, αλλιώς η βιβλιοθήκη, τα σκοτεινά της πίσω ράφια, περιμένει άλλο ένα -έτσι νομίζει- τρόπαιο. Τα αγαπάω με τον τρόπο μου τα βιβλία, δεν λιώνω για χατίρι τους, σπάνια τους δείχνω πόσο σημαντικά θα μπορούσαν να είναι -άλλα είναι, άλλα διόλου- για μένα.
Μερικές φορές θυμώνω, λίγο, με κάποιους που αραδιάζουν κατεβατά και λίστες για τα πέντε, δέκα, είκοσι «αγαπημένα» τους βιβλία. Μάλλον με μένα, παρά μ’ αυτούς. Ίσως γιατί είμαι εύπιστος και νιώθω ενοχές διαβάζοντας -ίσως, ίσως- καλοφτιαγμένα ψέματα, γιατί δεν αξιώθηκα να ‘χω διαβάσει έστω ένα, δυο, τρία απ’ αυτά τα είκοσι. Πέντε απ΄τα εκατό. Πενήντα στα χίλια. Κάποιο αξιοπρεπές ποσοστό, τέλος πάντων. Υποθέτω καλοπροαίρετα, όμως, ότι αυτοί τα ΄χουν διαβάσει όλα εκείνα για τα οποία μιλάνε με λατρεία και αυτομαστιγώνομαι ήπια, ενώ παράλληλα με τον πόνο, μου υπόσχομαι ότι θα γίνω -επιτέλους- ένας καθωσπρέπει αναγνώστης. Με τις σωστές (θα υπάρχουν, δεν μπορεί, κάπου θα είναι γραμμένες) προδιαγραφές.
Έχοντας διαβάσει αρκετά (για τα μέτρα μου, τις αντοχές, το χρόνο μου) μα όχι τόσο ώστε να μπορώ να σταθώ έστω στο πλάι κάποιου αξιοπρεπούς βήτα διαλογής βάθρου, την άποψή μου για τα βιβλία και τον συγγραφέα τους την κρατάω για μένα. Πού και που την εκφέρω δειλά, ιδιωτικά, χωρίς bold και italic διατυπώσεις, δίχως στόμφο και υπερβολές, ενθουσιασμούς και επικίνδυνες υποκειμενικότητες (αλλά πώς αλλιώς; ). Αυτές οι πολύτιμες υποκειμενικότητες είναι που με κάνουν να σιωπώ ενώπιον πιο διαβασμένων -ή διαβαστερών- προτιμώντας να λαθρακούσω παρά να φανώ γυμνός, αφού αυτοί (θα) ξέρουν καλύτερα.
Πριν κάμποσα χρόνια -το βιβλίο λέει 1998 αλλά ίσως να ήταν λίγο αργότερα- ο Βασίλης μου ‘κανε δώρο ένα βιβλίο. Με σαρανταέξη μικρές ιστορίες. Εκατόν είκοσι σελίδες. Με λόγια έγχρωμα και ασπρόμαυρα. Και ωραίο σκληρό εξώφυλλο. Το άνοιξα, μπήκα μέσα και ξαναμπήκα και δεν σταμάτησα να μπαινοβγαίνω έκτοτε. Το βιβλίο ζει πλάι μου, στη δική μου γωνιά του κρεβατιού, εκεί που ζουν μόνο ξυπνητήρια, που και που κάποιο κινητό, ένα ραδιοφωνάκι, ένα κοντρόλ τηλεόρασης, ένα πορτατίφ. Βιβλία άλλα ζήσαν, κατά καιρούς, μα πήγαν μετά να εγκατασταθούν μόνιμα στο ξύλινο μεγάλο ψηλό (πάνω από δυόμισι μέτρα) σπίτι τους. Μερικές φορές βγαίναν βόλτα, σε άλλα σπίτια αλλά πάντοτε επέστρεφαν (κάτι που έμαθα πως δεν είναι διόλου αυτονόητο). Λοιπόν, όταν θέλω να γίνω Αλίκη στη θέση της Αλίκης, χώνομαι σ΄ αυτές τις εκατόν είκοσι σελίδες. Εκεί ήθελα να καταλήξω. Σ’αυτή τη λαγότρυπα, τριάντα πόντους δίπλα μου.
Το βιβλίο του ΟldBoy εδώ και ενάμιση μήνα έχει εγκατασταθεί πλάι μου, στη δικιά μου γωνιά του κρεβατιού. Kολλητά, πλάτη με πλάτη, με το άλλο. Υπογράφει Κώστας Κωστάκος αλλά (συγχωρέστε με, κι ο συγγραφέας το ίδιο, μα δεν είναι πάντα σωστός δρόμος αυτός της αντικειμενικότητας) μέσα, σε κάθε ιστορία, θα μπορούσε να λέει η υπογραφή Per Olov Enquist. Ή Michel Tournier. Ή Paul Wühr. Ή Javier Tomeo. Ή Antonio Tabucchi. Και Μilan Kundera, αμέ. Μπορεί να μην έχει ζωγραφιές του Κβιντ Μπούχολτς το βιβλιαράκι του (μια παλάμη πράμα, λεπτό σαν το μικρό μου δάχτυλο, μα τόσο μεγάλο όσο δεν μπορείς να το πιστέψεις αντικρίζοντάς το) αλλά αν ήμουν Μπούχολτς και διάβαζα τον «άνθρωπο με τις ερωτήσεις» θα του ‘στελνα την ίδια μέρα κιόλας μια ζωγραφιά μου, εξώφυλλο για το επόμενο δημιούργημά του. Αυτά τα δυο λόγια σχετικά με τον κορεάτη ήθελα να πω. Μαζί με ένα ευχαριστώ, γιατί -εν αγνοία του- μεγάλωσε κι άλλο την λαγότρυπα πλάι στο κρεβάτι, για να πηγαινοέρχομαι ευκολότερα εκεί που εν γνώσει του με, μας, στέλνει.
♪