Οκτώβριος

32120790

 

Η πόλη μου είναι μικρή, την περπατάς από άκρη σ’ άκρη μέσα σε μισή ώρα, σαράντα λεπτά αν χαζεύεις κιόλας στη διαδρομή. Είναι -ακόμη- μια τοσοδούλα πολυτέλεια να μπορείς να περπατάς άσκοπα, παρατηρώντας πράγματα χιλιοειδωμένα που όσο περνάνε τα χρόνια αντί να σε μπουχτίζουν σου φαίνονται -κάποιες φορές- ως και άγνωστα, ίσως κι όμορφα. Ο δρόμος με φέρνει που και που σε ένα στενό, πλακόστρωτο, απ΄ τα μετρημένα που επιβίωσαν στην καρδιά της πόλης. Κόβω δρόμο, για να βγω από την μια άσφαλτο στην άλλη. Εκεί, μέσα σε μιαν αυλή που κάποτε φιλοξενούσε άλογα, ταπεινά μουλάρια και ένα χάνι (απ’ τα τρία, τέσσερα, που κοίμιζαν για μια νύχτα -συνήθως την παραμονή του μεγάλου σαββατιάτικου παζαριού- όσους βουνίσιους είχαν κάτι να πουλήσουν ή να αγοράσουν), ξεφύτρωσε μια μέρα ένα μικρό μαγαζί  -χαριτωμένο, ναι- που πουλάει σοκολάτες, μπισκότα και ζαχαρωτά. Δεν μοιράζεται το ίδιο όνομα με το μαγαζάκι της Vianne Rocher σ’ εκείνο το μπιζουδένιο γαλλικό χωριό που δεν θυμάμαι το όνομά του, ούτε την Vianne θα δεις μέσα, ούτε την μικρή της κόρη. Κυριακές είναι κλειστό κι όσοι περνάμε απ’ έξω δεν θα ‘λεγα ότι μοιάζουμε ούτε στο μικρό δαχτυλάκι του Roux. Γυναίκες και άντρες στο δρόμο για την κυριακάτικη λειτουργία δεν θα δεις στην αυλή, δίπλα στη βιτρίνα με τα μακαρόν. Δεν είναι ότι οι γριές και οι γέροι ξεχάσαν το δρόμο για το στασίδι τους, είναι το πλακόστρωτο εκεί  που κάνει τη μέση και τα γόνατά τους να δακρύζουν απ΄ τους πόνους.

Όλος αυτός ο παραπανίσιος πρόλογος στήθηκε, λέξη λέξη, για να γράψω ότι κάθε φορά που περνάω απ’  αυτή τη γωνιά της πόλης σε ώρες που η αγορά έχει ακόμη φώτα και κόσμο, βλέπω ένα νέο παιδί στο βάθος, δίπλα σε μια ταμειακή, πίσω από ένα notebook. Μερικές φορές χαμογελάει. Ιδέα δεν έχω για το τι γράφει, τι διαβάζει, τι σκέφτεται, τι βλέπει, με ποιόν μιλάει στην οθόνη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν άνοιξα την πόρτα -ενώ κάτι ήθελα να πάρω, για να ΄χουν παρέα τα χέρια μου στο δρόμο για το σπίτι- για να μη τον τρομάξω, έτσι μου σφηνώθηκε στο μυαλό.

Αυτό είναι, όλο κι όλο, το σκηνικό. Απ’ έξω. Μέσα, δε νιώθω καλά με τέτοιαν εκούσια ομολογία, μπήκα όλη κι όλη μια φορά. Δεύτερη δεν νομίζω. Δεν θυμάμαι τι πήρα. Κάτι ωραίο σοκολατένιο, πάντως, που μύριζε τρυφερά παλιό και έλιωνε αργά, τεμπέλικα σχεδόν στο στόμα. Σα να ΄χε σταματήσει ο χρόνος, για λίγο. Για μια μπουκιά. Μετά δεν τόλμησα να ξαναμπώ γιατί με τον χρόνο δεν παίζεις.

Κάποιο απόγευμα αφού φύγει ο Σεπτέμβριος, ειδικά τις μέρες που ο ουρανός θα ‘χει φορτώσει, σκέφτομαι να ξεπεράσω τους δισταγμούς μου, να μπω και να τον ρωτήσω αν μπορεί να φτιάξει τρουφάκια με γεύση ψιχάλας.

Ε ναι, κι αν η Vianne κατεβαίνει καμιά φορά μόνη στο μαγαζί..

 

—-

5 thoughts on “Οκτώβριος

  1. απλώς το άκουγα όταν διάβαζα το ποστ σου…
    καλώς σε βρήκα 🙂 γράφεις όμορφα..

    (να ξανα-μπεις σε αυτό το μαγαζί. αν και καμιά φορά τα πράγματα έχουν μία παράξενη ομορφιά όταν τα βλέπουμε από μακριά.. 🙂 )

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s