Τα βράδια που το φαρμακείο στη γωνία απέναντι διανυκτερεύει, πρασινίζει. Εκείνο το γνωστό -ψυχρό, δεν αντιλέγω- πράσινο της γαλήνης, η ψευδαίσθηση του «ο,τι και να πάθεις, εκεί κάτω θα βρεις αντίδοτο, γιατρικό, ανακούφιση, συνταγή».
Η ανατολή είναι απέναντι από την μπαλκονόπορτα. Στην άλλη άκρη του ορίζοντα, τίποτε δεν τις χωρίζει, ούτε βουνά, ούτε τσιμέντα. Μια ευθεία ατέλειωτη. Τα πρωινά χωρίς βαριά συννεφιά, ειδικά εκείνα που η ψύχρα είναι τραγανιστή, η κουρτίνα παίρνει φωτιά. Μαζί της και το μέσα σου. Η ψευδαίσθηση του «όσο κρύο και να κάνει έξω, εδώ μέσα είσαι προστατευμένος, τυχερός, προνομιούχος, όρθιος, ζωντανός».
Τις μέρες που δεν έχει καθόλου χρώμα πάνω της, ξέρω πως πρέπει να κάνω κάτι, να πω κάτι, για να το βάλω εγώ. Χλωμές μέρες δεν αντέχω. Ψάχνουν αφορμή και τρόπο να σ’ εκδικηθούν.
…