Eκείνος άλλη σάρκα είχε κατά νου γράφοντας καλλιγραφημένα (ίσως και με ελαφρά τρεμάμενο χέρι) για μύρα, εξαίσια κλίνην και ηδονή.
Δεν έχει σημασία τι είχε εκείνος στο μυαλό. Τις λέξεις του άλλου τις μεταφράζεις ελεύθερα, σφετερίζεσαι τις σκέψεις του (κάποιοι τις φυλακίζουν κιόλας) μέχρι να σου δηλώσουν υποταγή. Μετά ανήκουν σε σένα.
Γράμμα στα χέρια, όπως ο ποιητής, δεν περιμένεις. Ένα ξεχασμένο sms, λίγα αποθηκευμένα μεγαπίξελ αρκούν, αλλάξαν οι καιροί.
Και βγαίνεις στο μπαλκόνι -όπως κι αν το ορίζεις αυτό- ν’ αλλάξεις σκέψεις. Χωρίς καμιά μελαγχολία. Απλά ν’ αλλάξεις σκέψεις, σαν ένοχος που σκέφτεται λάθρα εξαίσιες κλίνες και μύρα εν μέσω ένδειας. Βλέποντας τουλάχιστον ολίγη αγαπημένη (έστω κι αγνώριστη) πολιτεία, ολίγη κίνηση του δρόμου. Ως εκεί όμως. Ως εκεί. Τα μαγαζιά είναι από καιρό κλειστά.
…