η μικρή Περσεφόνη στο Quartier de la Madeleine

32669957 (2)

 

H Nίνα Κουλετάκη δεν γράφει την Περσεφόνη «σαν» κοριτσάκι. Γι αυτήν δεν υπάρχουν «σαν». Τέτοιο βρωμόστομο μετανήπιο, μίγμα μικρής Λουλούς, Μαφάλντα και  Composition Doll παραμένει και θα παραμείνει δια βίου. Όσα αίματα, εγκλήματα, hypersexual  και επαναστατικά  κι αν μας χαρίσει (διόλου τσιγκούνικα, δεν το «χει» το μέτρο ευτυχώς) ενδιάμεσα.

Η πρώτη σελίδα, η πρώτη ιστορία, ξεκίνησε την ώρα της αναμονής στο αεροδρόμιο. Άλλες δεκαεφτά διάβασα μέχρι να πιάσουμε Ιταλία, ψηλά. Θα μπορούσα να το είχα τελειώσει όλο, μα άφησα αίμα (και μεδούλι) για το βράδυ. Για την ώρα που ξεπορτίζουν τα βαμπίρια των πίσω χρόνων μας. Όχι ως νοσταλγία. Ως τιμωροί. Γιατί τα θάψαμε κάτω από καθωσπρέπει ρούχα και σοβαρά προφίλ.

Πίνοντας δυο ποτήρια κόκκινο κρασί (γωνία Capucines & Caumartin) συν ένα τρίτο για ανάνηψη, έριξε αυλαία και η τελευταία (τελευταία; ) ιστορία της Περσεφόνης. Μετά τριγύρναγα παρέα με τη μικρή στο χέρι στα παραδιπλανά στενά και λιγότερο στενά, έχοντας κατά νου να μην παρανυχτωθώ  για να μην έχω την τύχη του Elijah Wood. Τρεις ρουφηξιές τσιγάρο μακριά ήταν η Madeleine, άλλωστε.

Ή για να έχω την τύχη του. Αυτό, μάλλον.

Ένα μικρό, περίεργο, σαματατζίδικο, αχόρταγο βαμπίρ είναι η Περσεφόνη. Ανιψάκι της Olga. Το συνειδητοποίησα την ώρα που ο παραδιπλανός μου, στην πτήση της επιστροφής, ήθελε (της έριξε τρεις, τέσσερις, πέντε λοξές ματιές) μα δεν τόλμησε να την κρατήσει στα χέρια του. Βέβαια δεν ορκίζομαι πως η μικρή θα του ΄δινε σημασία, ζήτημα να ‘χε κλείσει τα τριάντα. Άμα όμως σε δει να έχεις αφήσει πίσω σου τα δεύτερα -άντα (πόσο μάλλον αν ήδη σκούπισες πόδια έξω απ΄την πόρτα των –ήντα), βρίσκει ύπουλα μια φλέβα που σε συνδέει -σαν ακέραιος, ανέγγιχτος ομφάλιος λώρος- μαζί της και αρχίζει να ρουφάει. Χωρίς προσχήματα και καθωσπρεπισμούς. Κι αντί να σε βρει πελιδνό και άψυχο το τέλος (τέλος άραγε; ) της ιστορίας της, φτάνεις να αποζητάς «κι άλλο». Γιατί αυτά τα χρόνια, τα σαλόνια με τις φορμάικες, τους ένστολους θείους, το πρώτο ποδήλατο, τα ακατάληπτα χαμηλόφωνα λόγια των μεγάλων, τα γκριν παρκ ραδιόφωνα,  τα κλειδωμένα δωμάτια, την ΥΕΝΕΔ, τα Σινεάκ και την αγάπη (που δεν μπορούσαμε τότε να μεταφράσουμε αλλά ελπίζω κάτι να καταφέραμε αναδρομικά) τα περπατήσαμε  παρέα κι ας ήμασταν στα δυο άκρα αυτής της χώρας που είναι γεμάτη από δευτεράντζες βουρκόλακες κάθε κοψιάς, ράτσας, φύλου. Νεκροζώντανους, μάλλον, με κουρασμένη οδοντοστοιχία.

Ευτυχώς υπάρχει κι αυτό το μοβόρο, αιωνίως πεινασμένο πεντάχρονο για να ελπίζουμε σε μεταγγίσεις ζωντάνιας. Με αντάλλαγμα ευτελές και ανισοβαρές για κείνην, λίγο χλιαρό αίμα εμείς, δυο δόντια «μην ξεχνάς» εκείνη μεταμφιεσμένα σε άσπρο εξώφυλλο και σαραντατόσες ιστορίες από το μέσα της, μας. Fair enough, θαρρώ.

 

5 thoughts on “η μικρή Περσεφόνη στο Quartier de la Madeleine

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s