Δεν ξημέρωσε στάλα σήμερα. Υγρασία, σαπίλα, νερό, λάσπη, στρατιές από μαύρα και γκρι πανωφόρια, κακώς ο Φίντσερ έτρεχε να φιλμάρει αλλού, απ’ όλα τα καλούδια είχαμε να τον τρατάρουμε στα μέρη μας. Με λίγη προσπάθεια θα άλλαζε και τον τίτλο σε Eight, Nine. Ten ενδεχομένως. Για ερασιτέχνες και δευτεράντζες αμαρτωλούς τα εφτά. Εδώ παλεύουμε φιλότιμα να αγγίξουμε το διψήφιο.
Νωρίς στην λαϊκή για ψάρια. Κοιταζόμαστε λοξά στα μάτια με δυο λαβράκια. «Μη τα κοιτάς, πρώτο πράμα, δέκα το κιλό, στα καθαρίζω και φεύγεις». Ρωτάω, αφελώς, αν είναι καλλιέργειας, «ε ναι αγορίνα μου, δεκατέσσερα τα αλανιάρικα». «Δεν έχουν και μεγάλη διαφορά» τολμάω να ξεστομίσω. Ένας παππούς που ψώνιζε χτεσινή σαρδέλα δυο κάσες παραδίπλα, δεν άντεξε «σιγά τη διαφορά; κοντά ενάμιση χιλιάρικο το κιλό; να σε πω εγώ τι πέρναμε με ενάμιση χιλιάρικο; θες να σε πω;». Τελικά πήρα μισό κιλό γάβρο κι έφυγα άρον άρον, δεν είχα καμιά διάθεση να ακούω ιστορίες με χιλιάρικα στις εννιά παρά το πρωί. Καλύτερα να ψωνίζεις σιωπηλά, δείχνοντας, μόνο. Και απορώ, ύπνο δεν έχουν τα γερόντια; Ή καλό στασίδι θα πιάνουν ή σειρά στη λαϊκή; Βρέξει, χιονίσει;
Την ώρα που ξεπάρκαρα απ’ το μανάβικο μου χτύπησε το τζάμι ένα βαριά βαριά δεκάχρονο με ένα μωρό στο χέρι. «Μια ντραχμή θείο». Είχα ήδη ανεβάσει πίεση απ’ τον παππού. Άνοιξα παράθυρο, «δικό σου είναι», «ντικόμ», «γιατί λες ψέματα;», «αλήθεια, ντικόμ», κέρματα δεν είχα, γάβρο δεν θα έδινα, έκλεισα παράθυρο κι έφυγα. Ή οι γυναικολόγοι μας λένε μαλακίες ή κακώς ανοίγω κουβέντα με δεκάχρονα αφού χαλιέμαι μετά. Δεν θα σου πω ψέματα ότι έκανα τον κύκλο (αφού στο μεταξύ πλήρωσα ψωμιά και είχα ρέστα) για να τις ξαναβρώ, άρχισε να ξαναβρέχει πάρα πολύ και μαζί με τις βρώμικες λαμαρίνες ξέπλυνα και τις τύψεις μου.
Κάποιοι ισχυρίζονται πως η πόλη είναι στολισμένη για τα Χριστούγεννα. Περίπου με τον ίδιο τρόπο που ήταν ρυμοτομημένη η Δρέσδη όταν έβγαινε ο Φεβρουάριος του 1945. Βλέπω τα τσουρούτικα φώτα και κάτι λυσσασμένο δαγκώνει την ψυχή μου. Όλα εκεί βρίσκουν λίγη ψίχα να δαγκώσουν, δεν θα μείνουν πολλά πράματα στο τέλος. Φοβάμαι.
Δυο μέρες στους δρόμους, δεν νοιάστηκα να μάθω τι έγινε στον κόσμο. Το λες και ευλογία. Περιμένοντας στην ουρά για να πάρω αυτά τα λατρεμένα χλωμά έμενταλ (ξαπλωμένα βαμπίστικα, φιλήδονα σχεδόν, κάτω από τα σκληρά άσπρα φώτα των ψυγείων), παίζω με την οθόνη, διαβάζω για τον Κουμανταρέα. Τα πιο σκληρά, τα πιο ρεαλιστικά βιβλία γράφονται ερήμην του συγγραφέα τους. Πενήντα μέτρα απ΄την παλιά μου φοιτητογειτονιά, τριανταπέντε χρόνια πριν. Τότε που θυμάμαι κι εγώ τι γλυκιά ζωή αγοράζαμε με ενάμιση χιλιάρικο, παπού.
Αφήνω σακούλες στον πάγκο, αδειάζω, τακτοποιώ. Σκοτάδι έξω, βρέχει δίχως οίκτο, σκοτάδι μέσα. Δεν ανάβω φως, γινάτι, όχι φως στις έντεκα το πρωί. Βάζω μούζικα και νερό να βράζει.
Δεν είναι τόσο το γαμημένο το πιεσόμετρο που πείσμωσε κάθε δυο και τρεις να μου κολλάει δυο «εκτός προδιαγραφών» αριθμούς και την ταυτότητα με την ημερομηνία γέννησης στα μούτρα. Είναι που ανατριχιάζω πλέον από καύλα με το τσικ τσικ των καλοριφέρ που παίρνουν μπρος και όχι με το τσικ τσικ του Al Jackson,Jr και του Steve Cropper. Από melting pot σε recycle bin, τόσο γρήγορα.
….