Στις μιάμιση το πρωί πετάχτηκε αλαφιασμένη από το κρεβάτι. Θες τα σεντόνια που ήταν μουσκίδια, θες η σαφρακιασμένη φασαρία (ένα σακατλίδικο τσακίρ κέφι δηλαδή) απ΄τους κάτω -τα άπαντα του Μάλαμα που δεν είχαν τελειωμό στα ηχεία-, θες η μεσημεριανή σιέστα που την χόρτασε ξεκούραση, θες μια ξινίλα όταν είδε ένα ανεπιθύμητο πρόσωπο στον λειψό της ύπνο, ήρθαν όλα, μπήκαν στη συνταγή και βγάλαν ξυπνητήρι δίχως ήχο.
Μιάμιση.
Σε μια πόλη που βολόδερνε δίχως ήλιο, χωρίς φως, με υγρασία και άπνοια που θα τις ζήλευε ως και κατακόμβη. Έβραζε η καργιόλα η φτωχομάνα στο βορεινό ζουμί της, παλιά αυγουστιάτικη συνήθεια για όσους ξέρουν τα χούγια της.
Λιγούρα.
Με μια σαλάτα απ’ τις δώδεκα το μεσημέρι ήτανε. Μια ντομάτα, τρεις μπουκιές κριθαροκούλουρο, δυο καπαρόφυλλα και τέσσερις σταγόνες λάδι για να γλιστράει στον οισοφάγο. Με τρία ποτήρια νερό για να ξεπλύνει την αηδία, πέντε μέρες τα ίδια και τα ίδια, μη τυχόν και ανέβει γραμμάριο η ζυγαριά, μη τυχόν και πετάξει σάρκα στο πλάι του μαγιώ πάνω απ΄τα λάστιχα, μη τυχόν και διαμαρτυρηθεί το παντελόνι που βρήκε αντίσταση στο ανέβασμα.
Βγήκε με το εσώρουχο στο μπαλκόνι. Μετά τα μεσάνυχτα όλα αμβλύνονται. Και οι αντιστάσεις και τα αδιάκριτα βλέμματα από τριγύρω και οι ατέλειες. Κοίταξε χαμηλά, λοξά, ως τη θάλασσα. Μισό χιλιόμετρο μακριά και μύριζε άσχημα ως εδώ, ψηλά μέχρι τον πέμπτο.
Εκείνη ωραία μύριζε όμως. Ιδρώτα πλυμένο -απ’ τις εντεκάμιση το βράδυ- και Ultraviolet. Κι ας ήξερε οτι δεν θα βγει απόψε.
Πείναγε. Τι να σου κάνουν πέντε μπουκιές και τρεις σουρωτές ολημερίς.
Έβγαλε δυο μελιτζάνες απ΄το ψυγείο. Μπαμπατζάνικες, μελανιασμένες, απ’ αυτές για ψήσιμο, δεν είχε απ’ τις άλλες, τις ριγέ αλλά άμα πεινάς όλα σετάρουν. Έβαλε λάδι στο τηγάνι να κάψει. Έψαξε για σκόρδο, είχε. Και μισό κουτί ντομάτα στον τρίφτη, στο ψυγείο.
Σε πέντε λεπτά το σπίτι είχε ντουμανιάσει απ΄την λαδίλα, την καπνίλα, την σκορδίλα, που ήρθαν και τακίμιασαν με την υγρασία και κολλήσαν στα ντουβάρια, στις κουρτίνες, στις καρέκλες, όπου βρήκαν, αφού τρυπώσαν πρώτα σε κάθε πόρο της, ούτε Ultraviolet επέζησε ούτε ωραία ιδρωτίλα, no prisoners, όλα πεθαμένα, μόνο καπνός, καμένο λάδι πιτσιλισμένο δεξιά κι αριστερά, σκόρδο και πείνα. Ο καπνός ήταν τόσος που αυτή που σεκλέτιαζε από κάτω με την πριγκηπέσα νωρίτερα, σκέφτηκε σκιαγμένη να καλέσει το 199. Ευτυχώς δεν το ‘κανε γιατί χώθηκε μέσα στο -ας πούμε- ρεφρενάκι από την Βασίλισσα καρδιά κι έμεινε για πάντα εκεί, ερωτοχτυπημένη, με σημάδια στο παράθυρο και καπνό στα μάτια.
Έριξε την ντομάτα. Ξέχασε να βάλει καπάκι, ως και το πάτωμα βάφτηκε κόκκινο.
Δε γαμιέστε όλα, είπε. Και οι ντομάτες και τα κριθαροκούλουρα και τα σταγονόμετρα και τα νερά και τα μαρούλια και τα τοσοδούλικα μαγιώ και ο κοπανιστός αέρας και τα πατώματα και τα πλακάκια. Και η άδεια πόλη, αυγουστιάτικα. Κάθε χρόνο, Αύγουστο. Δε γαμιέστε όλα, όλοι.
Πήρε σα μωρό στα χέρια το πιάτο με τις μελιτζάνες και βγήκε στο μπαλκόνι. Μισόγυμνη, όπως πριν. Aνέβασε τα πόδια στα κάγκελα, βολεύτηκε.
Στην πρώτη μπουκιά (με κουτάλι, για να μη χαθεί στάλα απ’ τη σάλτσα) ρίγησε το είναι της σύγκορμα. Παπούδιασε απ΄τα νύχια ως την τελευταία τρίχα στο κεφάλι της. Στην δεύτερη έμεινε ολόγυμνη. Ανυπεράσπιστη. Ελεύθερη. Περασμένες δυο, πρωί, Παλαιών Πατρών Γερμανού και Παύλου Μελά γωνία.
….
(μια αληθινή ιστορία)