Στον ώμο των υπέροχων στερεότυπων και των εικόνων που σε μεγάλωσαν (δεν λέω «σε σημάδεψαν», μερικά πετσιά παραείναι αφιλόξενα για πυρωμένα σίδερα μνήμης) δεν είναι να στηρίζεσαι. Μετέωρος θα βρεθείς, παρηγοριά -αν ψάχνεις- καμία.
Πρώτη φορά στη Ρώμη, μεσήλικας πλέον. Τριάντα -πάνω κάτω- χρόνια μετά που την είδα (εκστασιασμένος, σεληνιασμένος σχεδόν από την ζέουσα σάρκα της) να καλεί τον Μαρτσέλο να βρέξει τα ωραία του Marini. Φτάσαμε μεσημέρι, είπα θα πάω να προσκυνήσω αργά το βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, μια, δυο το πρωί. Να αποφύγω το αλαλάζον πλήθος και την καταναγκαστική καρτ ποστάλ.
Πήγα περασμένες μια. Ελάχιστοι στα στενά τριγύρω, έντεκα στα δέκα μαγαζάκια είχαν ήδη κλείσει, καναδυό ζευγάρια που με προσπέρασαν ήταν ακόμη -χαρά στο κουράγιο τους- αγκαλιασμένα, ένας παραπατούσε μιλώντας στο πουθενά, μια γηραιά κυρία καθόταν σε ένα τραπέζι ψαχουλεύοντας την τσάντα της. Έξη συνάντησα, άντε να ‘ταν εφτά, ορφανό άσπρο γατάκι (αν απορείς) δεν αντάμωσα. Μέχρι να πάρω τη στροφή γι αυτό -ένα απ’ αυτά- που μου είχα τάξει πριν από αιώνες και επιτέλους αξιωνόμουν ν’ αντικρίσω.
Σταγόνα νερό. Μόνο ξηρασία και ατέλειωτες σκαλωσιές. Φωτισμένες από τρεις προβολείς απέναντί τους. Κι ένας παλαβός που φωτογράφιζε τις σκιές τους, μπας και του αποκαλύψουν κάτι. Τίποτε.
Ούτε να καμωθείς πως βρέχεις τα σκαρπίνια σου σ’ αφήνουν οι μπάσταρδοι. Αδύνατον να κάνεις δέκα βήματα για να αγγίξεις, να χαϊδέψεις εκείνο το υγρό στήθος που ανήκει -όχι αόριστος, ισόβια μόνο- σ’ όλη την ανθρωπότητα. Ως και τα όνειρα και τις φαντασιώσεις μας, άνυδρα τα κάναν.
….
Αιωνία η Μνήμη….
Το ανωτέρω σχόλιο θα ήθελα να αφαιρεθεί,αν είναι δυνατόν..
Φοβάμαι ότι περιέχει ασάφεια..
ίσα ίσα, η Ανίτα και ο Μαρτσέλο σας ευχαριστούν γι αυτό 🙂