Aκόμη δεν κατάλαβα πώς τόλμησα να κοροϊδέψω τόσους ανθρώπους που ζήσαν και ζουν στα κόκκινα, εγώ που ακόμη και στη θέα του χλιαρού ροζ λυγίζω, τραβώντας σκιαγμένος το πόδι απ’ το γκάζι. Δεν ξέρω ποια καλή τύχη με αξίωσε να καθίσω και να πιω παρέα τους, μ’ αυτούς να διηγούνται -τόσο απλά, σαν να μιλάνε για τηγάνισμα αβγών, για σκάλισμα μύτης, για πότισμα γλάστρας- ιστορίες απ’ τη ζωή τους όσο εγώ σκάρωνα γι απάντηση ψέματα βγαλμένα από τρομαχτικά βιβλία που διάβασα και σκοτεινά τραγούδια άλλων. Δεν θυμάμαι πως γλίτωσα και δεν με κατάπιε η ντροπή σαν έβλεπα τις ουλές πάνω τους, όταν μ’ αφήναν να χαϊδεύω τα σημάδια τους ή να ανασηκώνω τις υγρές -κάποιες φορές- γάζες τους κι εγώ ο παρείσακτος έδειχνα, τόσο άγαρμπα, πλαστογραφημένα χαρτιά που γράφαν πάνω τους «ήμουν κι εγώ εκεί, νομίζω». Άλλοι σε χώματα και σε χαράδρες κι άλλοι σε παλιοκαιρίσια, χιλιοτραυματισμένα από παντόφλες, σαγιονάρες ή γυμνά πόδια μωσαϊκά.
Δανεικά όλα. Κάλπης. Μπαλκονίστας.
…..