Χίλιες τριακόσιες ογδόντα εφτά ημέρες μετά, το πήρα απόφαση πως τα τσιμέντα μουλάρωσαν και δεν κουνιούνται ρούπι. Ούτε κανάκεμα, ούτε ταξίματα, σπονδές, ευχέλαια, μήτε απειλές πιάνουν τόπο.
Kάποτε διάβασα τι γίνεται μέσα στην κοιλιά μιας αράχνης.
Τις νύχτες που οι τέντες ακούγονται να τρίζουν, σκέφτομαι ξανά και ξανά το Μπάουντι. Να γίνω Φλέτσερ ή να μείνω για πάντα Μπλάι;
—–