«Γυαλί, μπουνάτσα, μα δεν κολυμπιέται αυτή η θάλασσα», είπες. Κι εκείνο το ψαροχώρι, στο βάθος, κάτω απ’ το βουνό που ορθώνεται κάθετα πίσω του, δεν ξέρω πόσο φιλόξενους ανθρώπους κρύβει στα σπίτια του. Και τι σόι βουνό είν’ αυτό με τόσους απέθαντους, προαιώνιους πάγους στην κορφή του; Ξέρεις τι μπορεί να κρύβουν μέσα τους; Δεν είναι στέγη αυτό το άσπρο φρούριο, δεν αντέχω να ζήσω από κάτω του, πάρε αυτή την εικόνα από μπρος μου, ποιος τρελλός ταξιδεύει ως την άλλη άκρη του κόσμου για να μπει κάτω απ΄αυτό; Κι ας έχει γαλήνη, σιωπή, στεριά, κι ας έχω τα λεφτά να φτάσω ως εκεί.
Υπάρχει τρόπος, μου ΄λεγες, να δεις τα πράγματα αλλιώς. Χωρίς να μετακινηθείς μισό βήμα. Τώρα που σε σκέφτομαι, πάντα δίκιο είχες.
….