Στις δέκα παρά είκοσι το πρωί, ο κύριος Μπράουν ντύθηκε, γραβατώθηκε, γυάλισε τα παπούτσια του, έτοιμος πλέον να βγει από το σπίτι για να περπατήσει οκτακόσια τριάντα μέτρα μέχρι το εκλογικό κέντρο. Αυτή ήταν μια ιδιαίτερη μέρα.
Στις έντεκα και εικοσιπέντε ξεντύθηκε, τακτοποίησε με προσοχή τα παπούτσια στη θέση τους, κρέμασε κοστούμι και πουκάμισο στην ντουλάπα, δίπλωσε ρολό τη γραβάτα και την έβαλε στο κουτί της, μαζί με τις άλλες πέντε (η αρχαιότερη στην επετηρίδα είχε ήδη κλείσει τριανταένα χρόνια συμβίωσης μαζί του).
Ο κύριος Μπράουν δεν βγήκε στιγμή από το σπίτι. Τρομοκρατήθηκε με την ιδέα πως η δική του επιλογή θα άλλαζε άρδην ή διόλου δεν θα άλλαζε το ρου της ιστορίας και δεν ήταν καθόλου μα καθόλου έτοιμος να αναλάβει μια τέτοια ογκώδη ευθύνη απέναντι στη χώρα και στην ανθρωπότητα.
….
One thought on “μία ώρα και σαρανταπέντε λεπτά”