Αυτό θα έπρεπε να είναι η ενδέκατη εντολή ή εν πάση περιπτώσει ένα είδος ευαγγέλιου τσέπης για κάθε έναν -σαν και μένα καλή ώρα- που νομίζει πως περιμαζεύοντας απ’ το δρόμο αδέσποτες σκέψεις κάνει κάτι πολύ σοβαρό, αντίστοιχο του να κάνει κι ο Παναής καΐκι δηλαδή.
Αδέσποτες, όπως το λέω. Από κείνες που σε κοιτάζουν με μάτια δήθεν θλιμμένα κουνώντας περαδώθε την ουρά τους, σα να σου λένε «γράψε μας κάπου, να μείνουμε σε ένα χαρτί, σε ένα word, σε ένα ποστ, σε έναν κάδο απορριμμάτων έστω, αλλά γράψε μας, να μας δει κάποιος». Ή από τις άλλες που σαν τις βάλεις σε μια σειρά, με το που θα σκεφτείς να τις πλησιάσεις δηλαδή, δαγκώνουν άσχημα κι ας νομίζεις πως γνωρίζεστε καλά. Είτε μία είτε εκατόν μία, μείνε μακριά τους, δεν είναι ντίσνεϊ η ζωή.
Το καλύτερο που έχεις να κάνεις μ’ αυτές είναι να τους γυρίσεις την πλάτη επιδεικτικά. Λέγοντάς τους, με τον τρόπο σου, καθήστε εκεί μέσα που κάθεστε, αν καθενός το μυαλό έτρεχε δεξιά κι αριστερά γυρεύοντας αδέσποτες σκέψεις για να τις περάσει κολάρο και λουρί, όλα τα ωραία ανείπωτα στον κόσμο αυτό θα είχαν χαθεί.
Ε λοιπόν κόσμος χωρίς ανείπωτα δεν γίνεται να υπάρξει. Απ’ αυτά τρέφεται, μ’ αυτά μεγαλώνει, μ’ αυτά ζευγαρώνει, μ’ αυτά πεθαίνει, παίρνοντάς τα μαζί του. Όσο περνάνε τα χρόνια καταλαβαίνω πως οι άνθρωποι ανοιχτά βιβλία είναι αβάσταχτα βαρετοί.
————–