a short farewell to a very short summer

27538999

 

Δεν πρόλαβα να κάνω πολλά πράγματα αυτό το καλοκαίρι. Μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι δεν λαχτάρησα και πολλά. Τρομαχτική αλήθεια, έστω κι ανάπηρη. Να ράβεις τα «θέλω» σου όλο και πιο στενά και να πεινάς, να λιμοκτονείς για να χωρέσεις μέσα τους. Ίσα ίσα για να ΄χεις το φτηνό άλλοθι πως δεν φταις εσύ αλλά ο Ιούλιος κι ο Αύγουστος που πήγαν απ΄το XL στο XS.

Διάβασα λίγο. Λιγότερο από κάθε άλλη φορά, τέτοιαν εποχή. Αδυναμία συγκέντρωσης. Άλλα γράφει ο φιλότιμος συγγραφέας, άλλα καταλαβαίνω εγώ. Συνήθως δεν καταλαβαίνω. Την τελευταία  ιστορία –το Blue Strange Colour– τη διάβασα απέναντι από θάλασσα, την ώρα που ο ήλιος έγινε στάχτη και βγήκαν τα πρώτα άστρα, μετά στάχτη κι εγώ, πίσω στο αυτοκίνητο, ραδιόφωνο στη διαδρομή. Αν ήμουν σίγουρος πως θα ΄μενα ατιμώρητος, θα ‘θελα να κάψω ζωντανά όλα τα ραδιόφωνα που κάνουν τις άσχημες διαδρομές της επιστροφής να μοιάζουν ακόμη πιο αποκρουστικές.

Από το πρωί της Παρασκευής μέτραγα στις γειτονιές μια στρατιά από ιδρωμένους πατεράδες και μανάδες να ψάχνουν να βρουν το χόλι γκράαλ τους μέσα σε ένα σωρό από «Ενοικιάζεται στούντιο» και «Ενοικιάζεται δίχωρο, επιπλωμένο». Ήθελα να πάω κοντά τους να ρωτήσω αν άκουσαν ποτέ το Autumn και το Birds του Hammill κι αν δεν τα άκουσαν να τους τα μεταφράσω, αν θέλαν. Συγκρατήθηκα, δεν είναι λογικό να τρομάζεις ανθρώπους που φεύγοντας θα φοβούνται πως άφησαν μονάχα τα παιδιά τους σε μια πόλη με τρελούς.

Το καλοκαίρι το κηδέψαμε στο μπαλκόνι, αποχαιρετώντας το με ένα Gewürztraminer των εφτά ευρώ κι ένα Chardonnay του Μοndavi. Στο τέλος το ραντίσαμε με μισό μπουκάλι Skinos, που περίμενε στην κατάψυξη υπομονετικά τη σειρά του, ώσπου να λιγώσουμε. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα ο Μιχάλης είπε «κάτι ξέχασες», τίποτε δεν είχα ξεχάσει. Εξόδιος ακολουθία χωρίς το Monument δεν γίνεται.

 

Στην επόμενη ζωή μου θα γεννηθώ μια χορδή στα δάχτυλα του Robin Guthrie.

♪♫

1955-2011

Όσο κι αν αγαπάς αυτό που κάνεις, το «δουλεύω για να ζω, δεν ζω για να δουλεύω» είναι το ελάχιστο χρέος απέναντι στον εαυτό σου και σε κείνους που σε αγαπούν. Ακόμη -πολύ περισσότερο μάλιστα- κι αν σε λένε Steve Jobs. Στην άλλη – ποια ; –  ζωή δεν θα έχεις μαζί το iPhone για να τηλεφωνήσεις, να στείλεις μήνυμα ή mail λέγοντάς τους «σ’ αγαπώ, μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο».

 

Αν δεν το δαγκώσεις το μήλο, αν δεν το πας ως το τέλος, αν δεν τρέξουν τα ζουμιά πάνω σου, είναι άχρηστο. Αυτό μου έμαθε, άθελά του, ο Steve Jobs. Και αυτό -που δεν χρειάζεται να το πληρώσεις για να το αποκτήσεις- του το χρωστάω.