τα αγόρια/οι ώρες/οι δρόμοι

 

Την ίδια ακριβώς -άγνωστη σε όλους- ώρα, στους δρόμους μιας πόλης έπεφτε το φως και άναβαν τα φώτα στα πεζοδρόμια και τις βιτρίνες τριγύρω. Εκεί νύχτωνε. Αλλού ξημέρωνε, αλλού ήταν μεσημέρι, αλλού ήδη μεσάνυχτα, αλλού το ρολόι της πλατείας έδειχνε πέντε το απόγευμα, αλλού έπλεναν τα πεζοδρόμια για να απλώσουν τα πρωινά τραπέζια με τους καφέδες πάνω τους,  μα σε κανένα απ’ αυτούς τους δρόμους δεν εμφανίστηκε το αγόρι που έτρεχε φορώντας το γαλάζιο του φανελάκι, ποτέ και πουθενά δεν υπάρχουν δεδομένα αγόρια που τρέχουν και αυτό είναι που τα κάνει τόσο μα τόσο πολύτιμα….

 

 

 

το πράσινο αυγουστιάτικο μίλι

Περνάει ο καιρός, έρχεται το φθινόπωρο, δεν έχω θέμα. Ο κόσμος μου αναλύεται σε κάτι ψευτοεικόνες ασαφείς. Τυχαία συναισθήματα ξεπηδάνε εδώ κι εκεί. Αλλά δεν κρατιούνται έτσι τα blogs.

Εδώ πάνω ο καιρός είναι παλαβός, έχει μέρες που ξυπνάς με το στρώμα μούσκεμα, κάποια πρωινά τραβάς το σεντόνι ψηλά ως το λαιμό. Όταν πέσει ο ήλιος χρειάζεσαι κάτι ελαφρύ να κάνει παρέα στους ώμους και κάτι δυνατό για να ξεχάσεις αυτό που έρχεται – ή αυτό που φεύγει-. Όπως και να ΄χει όμως, νυχτώνει απ’ τις οκτώ, αδιαπραγμάτευτα.

Γιατί ν’ ανάβεις φως, αναρωτιέμαι, και να σκαλίζεις το κεφάλι σου να βρεις φαΐ αφού ο άλλος στο έβαλε ζεστό -κι ας περάσαν εφτά ολόκληρα χρόνια- στο πιάτο.

——————————

λέξεις : Vita Moderna (ο “άλλος”)

μαρκίζα : κλεμμένη, απο κατεδάφιση

η τέταρτη ταφή του Δημήτρη Παπαδόπουλου

Τον Δημήτρη Παπαδόπουλο τον έθαψε χτες ο Δημήτρης Παπαδόπουλος.

Εκείνος που παίζοντας με λεξούλες, εξυπνακισμούς, ειρωνείες, αφορισμούς, μηδενισμούς και ακκισμούς με άλλους ομοίους του, έβγαλε -έχοντας έτοιμη εκ των προτέρων- την ετυμηγορία : οι πλατείες είναι για πιο σοβαρά πράγματα, όχι για συγκεντρώσεις άχρωμων, αμήχανων, άνευρων, απολιτίκ που ούτε παλμό, ούτε πάθος, ούτε αληθινή οργή κρύβουν μέσα τους. Κρύβουν όμως χρυσαυγίτες, γκαραντί.  Άσε που έχουν και χρυσούς χορηγούς από πίσω.

Από αύριο οι πλατείες στους τσολιάδες, τα σιντριβάνια και τα περιστέρια τους. Και τα απολιτίκ υποκινούμενα θύματα πίσω στους καναπέδες τους. Να κάνουν χώρο για να περάσουν οι μπαρουτοκαπνισμένοι.

Βέβαια για να λέμε και του ξινού ένορκου το δίκιο, ο Δημήτρης Παπαδόπουλος δεν χρειαζόταν το Δημήτρη Παπαδόπουλο για να τον θάψει. Θάβεται μια χαρά και μόνος του. Όταν διαβάζεις «ξυπνήσαμε και θα σας πιούμε το αίμα», «έτσι αποκαθηλώνονται τα καθεστώτα και πέφτουν οι χούντες»,  «ήρθε η ώρα, πλησιάζει» και «σήμερα πεθαίνει η κυβέρνηση του Μνημόνιου» καταλαβαίνεις το μέγεθος και την φύση του ελληνικού προβλήματος : καθένας χολερικός Δημήτρης Παπαδόπουλος κρύβει κι έναν επικό Δημήτρη Παπαδόπουλο μέσα του. Μπορεί και δυο, μπορεί και τρεις.

Την επόμενη φορά θα πάρω τον δικό μου Δημήτρη Παπαδόπουλο και θα πάμε παρέα πλατεία. Χωρίς «ναι μεν αλλά», χωρίς χρυσαυγίτες, χωρίς εισαγωγικά, χωρίς πανώ χορηγών  και «χωρίς αυταπάτες προπαντός», όπως λέει κι ο φίλος μου ο Καρτέσιος. Κυρίως χωρίς αυταπάτες.

το βράδυ δεν αντέχεις στο σκοτάδι

Λένε ότι ήταν η πιο ζεστή Αυγουστιάτικη μέρα εδώ και εξήντα χρόνια. Αλλά να σου πω, εγώ δεν τα πιστεύω αυτά, σιγά μην υπήρχε κάποιος που καθόταν πριν εξήντα χρόνια να μετράει θερμοκρασίες αυγουστιάτικα αντί να απλώσει τις αρίδες του και να πίνει Fix κάτω από την πρώτη σκιά που θα έβρισκε στο δρόμο του. Μόνο να πανικοβάλλουν τον κόσμο ξέρουν, ο πλανήτης καίγεται, ο θεός θα μας κάψει, άλλη δουλειά δεν είχε ο θεός παρά μόνο να ασχολείται μαζί μας, εγώ ξέρω πως στην Γιαπωνία, στη Λιβύη και το Πακιστάν δουλεύει υπερωρίες, εδώ μια πορδή γειτονιά είμαστε, αν δεν κάνουμε πολλή φασαρία ούτε που θα καταλάβει ότι υπάρχουμε.

Ενας τυφλός ακορντεονίστας πάλευε με 38 υπό σκιάν να παίξει το Libertango. Και τι άλλο να ‘παιζε δηλαδή με τέτοια ζέστη; το hot stuff ή το I love hot nights ; σοβαροί να είμαστε..

 Περασμένες τέσσερις στο Λιστόν, έξη σκυλιά μπαϊλντισμένα γύρω από μια κολόνα, ένας σερβιτόρος βγήκε από το «Ευρώπη» με δυο ποτήρια νερό στα χέρια για να τα διώξει όσο πιο διακριτικά γινόταν, τρία βήματα έξω από την πόρτα του μαγαζιού το σκυλομετάνιωσε που βγήκε στους σαράντα βαθμούς, ήπιε το ένα, έριξε στο κεφάλι του το άλλο, να ρίξεις άδεια ποτήρια σε ζώα δεν γίνεται, μας έχουν που μας έχουν στη μπούκα οι ξένοι για τα δανεικά μας σκέψου τι θα μας σέρνουν μετά και για κακοποιημένα σκυλιά, ξαναμπήκε μέσα, άφησε τα ποτήρια στον πάγκο και έπεσε πάνω σε μια καρέκλα από την εποχή που ο Τόλης Βοσκόπουλος τραγουδούσε ακόμη καθιστός. Στέγνωσε σε ένα λεπτό. Βγήκε βλαστημώντας θεούς, δαίμονες, αγγέλους και τελώνια την ώρα που ένα χέρι απ’ έξω του έγνεψε «έρχεστε λίγο;».

Ο τυφλός ακορντεονίστας νόμισε πως το γυναικείο χέρι έγνεψε σε κείνον και πλησίασε, αν και τυφλός. Σχεδόν άγγιξε το τραπέζι της, αν και τυφλός. Έκοψε μαχαίρι το Libertango και ξεκίνησε μια πιο γρήγορη σαχλαμάρα του Gardel που ποτέ δεν ηχογραφήθηκε αλλά σε μια ιστορία εν μέσω καύσωνα όλα επιτρέπονται. Εκείνη δεν του ‘δωσε ιδιαίτερη σημασία.

Καθισμένη δυο τραπέζια παραδίπλα από την πόρτα , “εκείνη” ήταν ο τύπος της γυναίκας που απευθυνόταν στους πάντες στον πληθυντικό και αγνοούσε τη σημειολογία του όρθιου Βοσκόπουλου. Όχι κατ’ ανάγκη κακό, αφού μπορούσε να σου πει απ΄ έξω και ανακατωτά το πώς άρχιζε και πως τέλειωνε κάθε κείμενο του Αρανίτση, αρχής γενομένης από τις εκθέσεις για το «πώς πέρασα το καλοκαίρι» που έγραφε στο δημοτικό. Θα ήθελα να ‘μουν σε μια γωνιά να έβλεπα τα μούτρα της δασκάλας του όταν διάβαζε τον μικρό Ευγένιο. Τέλος πάντων, δεν είναι αυτός το θέμα μας -δεν είμαι και πολύ σίγουρος βέβαια- , την ώρα που ο σερβιτόρος έριχνε την ιδρωμένη σκιά του στο τραπέζι της εκείνη άναβε το έβδομο μάρλμπορο λάιτς βλέποντας με τρόμο την μπαταρία του λαπτοπ να δείχνει «ανεφοδιασμός ή θάνατος». Παρήγγειλε ένα βέρτζιν μοχίτο, θα ήθελα να γράψω πως παρήγγειλε έναν κρύο καφέ αλλά μοχίτο παρήγγειλε «με μπόλικο λάιμ. Και καφέ ζάχαρη. Και μέντα, όχι δυόσμο. Και τα παγάκια τριμμένα. Σε ποτήρι ψηλό, παρακαλώ». Μια παραγγελία δέκα δευτερολέπτων κράτησε μισόν αιώνα. Ο σερβιτόρος εξαφανίστηκε μέσα στην «Ευρώπη» σέρνοντας ξοπίσω του θεούς, δαίμονες, αγγέλους και τελώνια. Και ένα σκυλί που ζαλισμένο από τη ζέστη λάθεψε στο δρόμο και ξεστράτισε.

Ο τυφλός ακορντεονίστας ένιωσε την οργή να τον πνίγει. Τόση αδιαφορία ποτέ ξανά. Έχωσε τον Gardel στην τσέπη με τα αζήτητα και έπιασε την «Κόκκινη Γραμμή» της Νατάσας. Αν δεν έπιανε κι αυτό, δεν είχε μεροκάματο σήμερα. Ή μάλλον είχε, αλλά εκείνη δεν το ήξερε ακόμη.

Το τσιγάρο κόντευε να φτάσει στη μέση, μοχίτο δεν εμφανίστηκε στον ορίζοντα παρά μόνο ένα μήνυμα στο κινητό της «τη μπέμπελη θα βγάλεις εκεί έξω που τριγυρνάς», κατέβασε λίγο τα γυαλιά της για να δει αν είχε μέιλ, τίποτε δεν είχε , η σύνδεση του ευγενούς (ή ευγενικού; δεν ξέρω) χορηγού Λιστόν γαμιόταν η σκύλα, σαν να μην έφτανε αυτό η μπαταρία είπε «θάνατος» γιατί αυτή ποτέ δεν είπε «ανεφοδιασμός», γύρισε για μια στιγμή να δει στο εσωτερικό της «Ευρώπης» κι αυτό ήταν το μοιραίο λάθος της, η μυωπία της δεν την βοήθησε αλλά την βοήθησε ο σερβιτόρος που εμφανίστηκε πίσω από την πλάτη της λέγοντας πως το σκυλί που μπήκε απρόσκλητο στο μαγαζί τους έσπασε όλα τα ψηλά ποτήρια και τότε εκείνη αποφάσισε σαν έτοιμη από καιρό : «φέρτε μου ένα μυστικό αλλά να είναι καλά παγωμένο, αν σας βρίσκεται και μια φέτα λεμόνι ακόμη καλύτερα, σε όποιο ποτήρι βολεύει εσάς». Ο σερβιτόρος ξαναχάθηκε μέσα στο μαγαζί, από πίσω του έτρεχε να τον προφτάσει η γνωστή παρέα, μη τα ξαναλέμε, θεοί, δαίμονες, σκυλιά, τελώνια κλπ…ησυχία δεν θα βρισκε αυτό το μεσημέρι που έβραζε το έξω αλλά και το μέσα του με όσους παλαβούς αφήνουν τον κλιματισμό στα σπίτια τους ψάχνοντας να πιούν μυστικά on the rocks ανάμεσα σε πλακόστρωτα και κολόνες που βράζουν.

Ο τυφλός ακορντεονίστας, ήδη τρία στενά πιο πέρα περιεργαζόταν το -ακριβό του φάνηκε με την πρώτη ματιά- Sony Ericsson. Tι Piazzola, τι Gardel και ποια Θεοδωρίδου, καμιά τέχνη με μικρό ή κεφαλαίο τ  δεν μετράει μπρος στην αφηρημάδα μιας γυναίκας.

To λαπτοπ ξεψύχησε πριν φτάσει το μέιλ που περίμενε, το μυστικό που ήρθε στο τραπέζι της ήταν καλοφτιαγμένο αλλά όχι όσο κρύο θα ‘θελε, το κινητό της το χαιρόταν κάποιος με χρυσό δόντι που δεν έμοιαζε του Τζακ Σπάροου κι εκείνη -απτόητη από την τραγική απώλεια- άναψε το όγδοο τσιγάρο περήφανη για τον εαυτό της που μπόρεσε να διαχειριστεί τόσες αναποδιές μαζεμένες ένα μεσημέρι που καίει το μέτωπό σου αλλά το βράδυ δεν αντέχεις στο σκοτάδι. Όχι χωρίς την οθόνη να σε φωτίζει από απέναντι…

(«20 Ιστορίες για βλόγερς» , εντελώς ανέκδοτο)

buzz me bitch !

Ένα ποστ με τέτοιο τίτλο θα ήταν ευκαιρία να χάσω κάθε έξωθεν καλή μαρτυρία. Αν υποθέσουμε πως την κατείχα.

Οι καλές μαρτυρίες όμως δεν γεμίζουν ποστ. Ούτε γίνεσαι διάσημος μ΄ αυτές.

Ψάχνω τη σωστή πόζα. Και τις ακατάλληλες λέξεις. Μετά μπορείς   να πατήσεις κλικ.