
Μας τσουβάλιασαν πάνω σε ένα μουλάρι -αγορασμένο με δανεικά κι αυτό- και μας παιδεύουν τριγυρνώντας μας δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να βρουν την πιο βολική χωματερή για να μας αμολήσουν εντός της. Βρωμάμε εμείς, βρωμάει κι αυτή, μικρή ζημιά. Δυο βρωμιές πάλι βρωμιά κάνουν, μη περιμένεις θαύματα, δεν υπάρχουν Γκρενούιγ της πολιτικής, αυτοί-άλλωστε-βρωμάνε πιο πολύ απ’ όλους.
Το ξανάδες αυτό το έργο; με άλλους, ναι. Όχι με σένα συσκευασμένο όμως. Αν είχες αμφιβολίες, απο χτες θάψτες κι αυτές, ένα μουλάρι θα βρεθεί για όλους, έχουν απόθεμα από μουλάρια, πρόβλεψαν. Τι νόμιζες δηλαδή, ότι θα σε αφήσουν τζανκ φουντ για τα ξένα όρνια με τις γραβάτες, τους δείκτες, τα σπρεντς, τις εκταμιεύσεις και τα επιτόκια; όχι ρε, είναι πονετικοί οι δικοί μας, είναι ο Τομι Λι Τζόουνς, μιλάμε την ίδια γλώσσα, γνωριζόμαστε καλά, φόρους για το μουλάρι πλήρωσες, θα ξαναπληρώσεις, τους ψήφισες, τους υπηρέτησες, τους έγλειψες, σε γλείψαν όσο σε χρειαζόταν, τους ανέχτηκες, σε κανάκεψαν, δεν είναι άκαρδοι να σε παρατήσουν καταμεσής του δρόμου, αν χρειαστεί θα κατέβουν κιόλας απ’ το δικό τους μουλάρι για να σπρώξουν το δικό σου που κάνει πείσματα, μπορεί και να πάνε με τα πόδια αυτοί αρκεί να σε πάνε ως τη χωματερή. Θέμα αλληλεγγύης είναι. Ζήτημα τιμής. Θα σε θάψουν κανονικά, χωρίς πολλές πολλές παράτες, ίσως όχι με την πρώτη, ίσως αργήσουν λίγο να σε παραχώσουν, ίσως βρωμίσεις κι άλλο, αλλά θα σε θάψουν. Σιγά σιγά σε πάνε, για να μη τρομάξουν οι άλλοι που ζουν ακόμη. Λίγο χρόνο ψάχνουν και το κατάλληλο μέρος. Απ’ όλα μπορεί να είναι, αδίστακτοι, ανόητοι, κακοί ηθοποιοί, χυδαίοι, ψεύτες, υποκριτές, ανίκανοι, καιροσκόποι. Αχάριστοι όμως όχι.
Ωραίες είναι οι μαλακιούλες περί πίστης στις δυνατότητες της φυλής, περί αγώνα με αίσιο τέλος και περί αισιοδοξίας. Αρκεί να θυμάται κανείς που και που ότι η αισιοδοξία δεν είναι χρόνιο νόσημα. Ίωση είναι. Έρχεται, φεύγει. Μαζί με τους λογαριασμούς, τις ειδοποιήσεις απ’ τις τράπεζες, το «μπαμπά έχεις πέντε ευρώ για σήμερα;». Πόλεμος είναι, this is not a drill όπως λένε και στις ταινίες, τέρμα τα άσφαιρα και οι προειδοποιητικές βολές. Στο ψαχνό βαράνε. Πέρυσι οι παπούδες βγάζαν ένα πενηντάρικο να χαρτζιλικώσουν τα παιδιά δυο φορές το χρόνο, από φέτος ο χρόνος είναι λειψός, το χειμώνα τα πενηντάρικα θα αλλάξουν διαδρομή. Όσο υπάρχουν πενηντάρικα και παπούδες. Πέφτω να κοιμηθώ και βλέπω εφιάλτες, τα παιδιά μου με γκρίζα μαλλιά να ζουν ακόμη στο διπλανό δωμάτιο, να πηγαίνω να τα ρωτάω «θέλετε να σας φτιάξω κάτι να φάτε;» και να μου απαντάνε «όχι, μια χαρά είμαστε». Μια χαρά.
Μόνο μια σκέψη με παρηγορεί. Λίγο. Αλλά απ’ το ολότελα μπορώ να πορευτώ και μ’αυτό το λίγο. Το οτι κάποια στιγμή όσοι κατορθώσουν να μείνουν πίσω γλιτώνοντας το τσουβάλιασμα, θα μπορέσουν με μάτι που γυαλίζει να πουν -για λογαριασμό κι όσων κουφαριών στολίζουν τις χωματερές- «μαζί τους κάψαμε». Με κ , όχι με θ. Ζωντανοί, λιγότερο ζωντανοί ή αποθαμένοι να τους κάψουμε κανονικά, χωρίς τιμές, ίσως όχι με την πρώτη, ίσως όχι αμέσως, ίσως αργήσουμε να βρούμε καλά φρύγανα για προσάναμμα, ίσως βρωμίσουν κι άλλο στο μεταξύ, αλλά να τους κάψουμε. Δημοσία δαπάνη, κερασμένα απο μας. Απ’ όλα μπορεί να είμαστε, και μαλάκες και τεμπέληδες και βολεψάκηδες και p.i.g.s. και φυγόπονοι και ζήτουλες και ώπα και υπεράριθμοι και αντιπαραγωγικοί και καλοπληρωμένοι και διακοπάκηδες και μαύρα πρόβατα και μιάσματα και καναπεδάκηδες και ωχαδερφίστικα ζόμπι. Αχάριστοι όμως όχι.