Vincent van Hawke

zombie_web

 

Μπερδεύω Rhone, Kαρδαμύλη, αστέρια, μεσάνυχτα, κουβέντες που τις ρουφάει ο θόρυβος απ΄τις ράγες, το ποτάμι ή το κύμα, δεκαοχτώ χρόνια μετά. Είναι να μη μπερδεύεις;  Στο βάθος δεν ακούγεται το Goldberg Variation Number 25 του Bach, τίποτε δεν ακούγεται. Mόνο ο αναπτήρας και η κάφτρα. H Julie φορά κάτι-σαν-κορσέ κάτω απ’ το μπλε φόρεμα, ντάλα καλοκαίρι. Φάρδυνε. Το μέσα της στένεψε.

O άλλος απλά μεγάλωσε αλλά η επιλεκτική αδικία των ρυτίδων είναι απέθαντη.

Sunset, sunrise, midnight. Σαν vampire story. Μα αληθινή.

Σε κοιτάζω την ώρα που ρίχνεις το αβγό μέσα στον κιμά, φάρδυνες κι εσύ. Σε ρωτάω αν θυμάσαι κάτι, έστω μια σκηνή απ΄τη Βιέννη, εκεί που τους πρωτοείδαμε μαζί.

Σκουπίζεις με το μανίκι μια σταγόνα ιδρώτα στο μέτωπο, που ‘βαλε στόχο να πέσει πάνω στο μουσκεμένο ψωμί. Aπαντάς χωρίς καν να γυρίσεις να με δεις -δεν σε αδικώ, στένεψε πια το βλέμμα σου- too 1995, it means nothing to me.

Μπορεί να λες ψέμματα. Μπορεί και όχι.

 

——

(προσεχώς στόρυ)

——

ωχ

Εφτάμιση. Τους είδα σήμερα στη διαδρομή. Μπουφάν στους γυρτούς ώμους. Φύλλα πεσμένα στους δρόμους. Σκέφτομαι αν θα ανατρίχιαζα βλέποντας μπουφάν πεταμένα δεξιά κι αριστερά στα πλακόστρωτα και ανθρώπους να σκεπάζονται με φύλλα για να μη τους δαγκώνει η πρωινή ψύχρα. Βλακείες σκέφτομαι. Αλλά μπορώ να το κάνω και χειρότερο: μπουφάν να κρέμονται απ’ τα δέντρα, να κιτρινίζουν, να ξεθωριάζουν, να γίνονται κουρέλια και να πέφτουν ένα ένα, κάνοντας ένα ξέψυχο «ωχ», έναν σακατεμένο γδούπο, ερήμην αφεντικών.

Τα αφεντικά πούλησαν τα «ωχ» τους. Ο,τι μπόρεσαν πούλησαν. Όσο όσο. Δύσκολος χειμώνας μπροστά. Μουγκός. Φοβάμαι πως κανέναν δεν τρομάζουμε πιά, ντυμένοι ή γυμνοί.

 

 

 

(στην) ψύχρα

Διαβάζω εκθέσεις ιδεών, γράφω τέτοιες, πράγματα θυμωμένα, ξινά, πικρά, αδέξια, ψευτοτρυφερά, ψευτοσκληρά, ενίοτε αυτοπαρηγορητικά (δεν ξέρω τη διαφορά απ’ τα παρήγορα), σχεδόν πάντα σκουρόχρωμα. Άσπρο δεν άπλωσα για στέγνωμα εδώ και πολύ καιρό. Δηλαδή και λευκό να άπλωνα, είχα τον τρόπο να το κάνω μαύρο όσο έβαζα τα μανταλάκια για να μη το πάρει ο αέρας. Αρχίζω να πιστεύω ότι είναι ανίατο. Και πάρα πολύ κουραστικό.

Συνήθως γράφω για ανθρώπους. Ή κάτι σαν κι αυτούς. Στο τέλος, με το που πατάω το publish είμαι πάντα -μα πάντα- βέβαιος πως έκανα μια τρύπα στο νερό, αν υποθέσουμε πως υπάρχει νερό. Ποιάν έννοια, ποιό σκοπό, ποιάν αξία έχει να λες στον άλλον try walking in my shoes από τη στιγμή που δεν ξέρεις καν αν έχει δικά του παπούτσια. Μη σου πω και πόδια.

Πριν μου δώσει ένα ξεγυρισμένο χαστούκι η ενοχικότητά μου -χειρότερη κι απ’ το χειρότερο αυτοάνοσο-  και το κλείσω το ρημάδι το λάπτοπ με αυτιά να βουίζουν και κεφάλι σταρ-τρεκ, πέφτω πάνω σ’ έναν άνθρωπο που τρέχει πίσω από ένα φοβισμένο σκύλο. Κι την επόμενη στιγμή τρέχω κι εγώ ξοπίσω τους, να δω αν η ιστορία θα ‘χει καλό τέλος. Γιατί εμείς δυσκολευόμαστε να το γράψουμε.

Δες και μόνος σου. Someone to watch over me είναι, είτε εσύ είσαι το χέρι που σκεπάζει και μετά κλείνει το φως ή εκείνος που ακούει το «όλα θα περάσουν».

Τέτοια μέρα δεν έχω άλλο να σκεφτώ. Ακόμη και γιγάντιο ψέμα να είναι το «μην ανησυχείς, όλα θα περάσουν» σήμερα θα σε σκεπάσω μ’ αυτό, λιώνει η ψυχή μου να σε βλέπω να κρυώνεις περιμένοντας τη γέννα του αύριο.

 

 

31/5/2011

Στα μέρη μου ο Μάιος φεύγει ακριβώς όπως ήρθε. Μαλωμένος με τον ήλιο. Υγρός, σκοτεινός, ψυχρός, ευτυχώς όχι ανάποδος, δεν θα το άντεχα να γυρίσω προς την πρωτομαγιά και μετά Απρίλη και ξανά μανά κοινόχρηστα.

Ουρανός δεν φαίνεται έξω. Σίγουρα θα υπάρχει κάπου από πάνω μας αλλά τώρα μόνο ένα σταχτί σεντόνι βλέπω, δέκα μέτρα απ΄την άσφαλτο. Όποιος βάζει στο πλυντήριο τον ουρανό και τον βγάζει μετά να τον απλώσει με τέτοιο χάλι, είναι πολύ λέτσος. Τον ουρανό τον πλένεις στο χέρι, δεν τον ταλαιπωρείς μέσα σε κάδους και σε στεγνωτήρια.

Oδηγώ πάνω σε ένα ποτάμι με βρώμικα νερά. Τα ίδια κόλπα έκανε κι ο Χριστός αλλά αυτός πεζός. Εγώ πόδια δεν βρέχω.

Εδώ πάνω τα ραδιόφωνα παίζουν τα ίδια και τα ίδια. Πρωινές φτήνιες. Μετά θα παίξουν μεσημεριανά ανύπαρκτα για να καταλήξουν στα νυχτερινά τίποτε. Θέλει πίστη σ’ αυτό που κάνεις για να είσαι τόσο χυδαία αδιάφορος.

Δεν θέλω να γράψω λέξη για τις πλατείες, τις παρουσίες, τις απουσίες, τις συναινέσεις, τις εκταμιεύσεις, τις πτωχεύσεις, τις αποταμιεύσεις, τους έλληνες, τους αλλοδαπούς, τους ευρωπαίους, τους καλούς, τους κακούς, τους θυμωμένους, τους αγανακτισμένους.  Διάβασα τόσες πολλές λέξεις αυτές τις μέρες που νομίζω πως έγινα κατά τι σοφότερος. Όχι πολύ, μόνο τόσο όσο να είμαι ακόμη μετέωρος ανάμεσα σ’ αυτό που κάνω και σ’ αυτό που δεν κάνω. Στο τέλος κερδίζει πάντα αυτό που δεν σκέφτηκα. Ετούτη είναι η ευλογία και η κατάρα ταυτόχρονα των μετρίων ανθρώπων που -όπως στο ‘χω ξαναπεί- έχουν το δικό τους θεό, κάποιον που υπήρξε στα νιάτα του αρκετά αδύναμος για να κατανοεί τη σημερινή μας σύγχυση αλλά και μεγαλόθυμα βαριεστημένος πλέον για να μπορεί εύκολα να μας συγχωρεί τα μπρος-πίσω, τα μαύρο-άσπρο, τα ογκώδη «ίσως».

Ένα, δυο χρόνια πριν όταν πλησίαζε το καλοκαίρι έγραφα για ο,τι μου ‘ρχόταν πρώτο στο μυαλό. Όσο περίεργος άνθρωπος κι αν είμαι, ανέκαθεν σεβόμουν τις προτεραιότητες. Χτύπησες πρώτο κουδούνι στο κεφάλι μου, πρώτο θα κατρακυλήσεις στα δάχτυλά μου και μετά στο πληκτρολόγιο. Αν κάτσω και σκεφτώ τώρα ότι εκείνες οι λέξεις μυρίζαν στην πλειοψηφία τους φρέσκον ιδρώτα, κραγιόν στις άκρες των τσιγάρων, πεινασμένα χείλια, χαραμάδες σε μισάνοιχτα πόδια, τσαλακωμένα σεντόνια, φλύαρες ματιές με κλειστά στόματα, πρόθυμα στήθη, διψασμένο αφαλό, υγρά εσώρουχα, άρωμα γυναίκας με λίγα λόγια, είναι προφανές πλέον ότι I’m not the man I used to be. Δεν ξέρω αν θες να το πεις καύλα αυτό που λείπει, δεν ξέρω αν θες να το βαφτίσεις αγάπη, μπορεί να είναι και τα δυο, μπορεί κανένα, ιδέα δεν έχω. Ξέρω μόνο ότι με όσα έπονται ακόμη και η καύλα, ακόμη και η αγάπη θα έχουν αυξημένο ΦΠΑ και μειωμένη ζήτηση…κι αυτήν την πτώχευση φοβάμαι πως θα τη συναντήσουμε πρώτη πρώτη στη διαδρομή -μέσα από ένα σακατεμένο καλοκαίρι- προς την επόμενη άνοιξη.

————–

painting : Alyssa Monks

οι τρεις ταφές του Δημήτρη Παπαδόπουλου

Μας τσουβάλιασαν πάνω σε ένα μουλάρι -αγορασμένο με δανεικά κι αυτό- και μας παιδεύουν τριγυρνώντας μας δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να βρουν την πιο βολική χωματερή για να μας αμολήσουν εντός της. Βρωμάμε εμείς, βρωμάει κι αυτή, μικρή ζημιά. Δυο βρωμιές πάλι βρωμιά κάνουν, μη περιμένεις θαύματα, δεν υπάρχουν Γκρενούιγ της πολιτικής, αυτοί-άλλωστε-βρωμάνε πιο πολύ απ’ όλους.

Το ξανάδες αυτό το έργο; με άλλους, ναι. Όχι με σένα συσκευασμένο όμως. Αν είχες αμφιβολίες, απο χτες θάψτες κι αυτές, ένα μουλάρι θα βρεθεί για όλους, έχουν απόθεμα από μουλάρια, πρόβλεψαν. Τι νόμιζες δηλαδή, ότι θα σε αφήσουν τζανκ φουντ για τα ξένα όρνια με τις γραβάτες, τους δείκτες, τα σπρεντς, τις εκταμιεύσεις και τα επιτόκια; όχι ρε, είναι πονετικοί οι δικοί μας, είναι ο Τομι Λι Τζόουνς, μιλάμε την ίδια γλώσσα, γνωριζόμαστε καλά, φόρους για το μουλάρι πλήρωσες, θα ξαναπληρώσεις, τους ψήφισες, τους υπηρέτησες, τους έγλειψες, σε γλείψαν όσο σε χρειαζόταν, τους ανέχτηκες, σε κανάκεψαν, δεν είναι άκαρδοι να σε παρατήσουν καταμεσής του δρόμου, αν χρειαστεί θα κατέβουν κιόλας απ’ το δικό τους μουλάρι για να σπρώξουν το δικό σου που κάνει πείσματα, μπορεί και να πάνε με τα πόδια αυτοί αρκεί να σε πάνε ως τη χωματερή. Θέμα αλληλεγγύης είναι. Ζήτημα τιμής. Θα σε θάψουν κανονικά, χωρίς πολλές πολλές παράτες, ίσως όχι με την πρώτη, ίσως αργήσουν λίγο να σε παραχώσουν, ίσως βρωμίσεις κι άλλο, αλλά θα σε θάψουν. Σιγά σιγά σε πάνε, για να μη τρομάξουν οι άλλοι που ζουν ακόμη. Λίγο χρόνο ψάχνουν και το κατάλληλο μέρος. Απ’ όλα μπορεί να είναι,  αδίστακτοι, ανόητοι, κακοί ηθοποιοί, χυδαίοι, ψεύτες, υποκριτές, ανίκανοι, καιροσκόποι.  Αχάριστοι όμως όχι.

Ωραίες είναι οι μαλακιούλες περί πίστης στις δυνατότητες της φυλής, περί αγώνα με αίσιο τέλος και περί αισιοδοξίας. Αρκεί να θυμάται κανείς που και που ότι η αισιοδοξία δεν είναι χρόνιο νόσημα. Ίωση είναι. Έρχεται, φεύγει. Μαζί με τους λογαριασμούς, τις ειδοποιήσεις απ’ τις τράπεζες, το «μπαμπά έχεις πέντε ευρώ για σήμερα;». Πόλεμος είναι, this is not a drill όπως λένε και στις ταινίες, τέρμα τα άσφαιρα και οι προειδοποιητικές βολές. Στο ψαχνό βαράνε. Πέρυσι οι παπούδες βγάζαν ένα πενηντάρικο να χαρτζιλικώσουν τα παιδιά δυο φορές το χρόνο, από φέτος ο χρόνος είναι λειψός, το χειμώνα τα πενηντάρικα θα αλλάξουν διαδρομή. Όσο υπάρχουν πενηντάρικα και παπούδες. Πέφτω να κοιμηθώ και βλέπω εφιάλτες, τα παιδιά μου με γκρίζα μαλλιά να ζουν ακόμη στο διπλανό δωμάτιο, να πηγαίνω να τα ρωτάω «θέλετε να σας φτιάξω κάτι να φάτε;» και να μου απαντάνε «όχι, μια χαρά είμαστε». Μια χαρά.

Μόνο μια σκέψη με παρηγορεί. Λίγο. Αλλά απ’ το ολότελα μπορώ να πορευτώ και μ’αυτό το λίγο. Το οτι κάποια στιγμή όσοι κατορθώσουν να μείνουν πίσω γλιτώνοντας το τσουβάλιασμα, θα μπορέσουν με μάτι που γυαλίζει να πουν -για λογαριασμό κι όσων κουφαριών στολίζουν τις χωματερές- «μαζί τους κάψαμε». Με κ , όχι με θ. Ζωντανοί, λιγότερο ζωντανοί ή αποθαμένοι να τους κάψουμε κανονικά, χωρίς τιμές, ίσως όχι με την πρώτη, ίσως όχι αμέσως, ίσως αργήσουμε να βρούμε καλά φρύγανα για προσάναμμα, ίσως βρωμίσουν κι άλλο στο μεταξύ, αλλά να τους κάψουμε. Δημοσία δαπάνη, κερασμένα απο μας. Απ’ όλα μπορεί να είμαστε, και μαλάκες και τεμπέληδες και βολεψάκηδες και p.i.g.s. και φυγόπονοι και ζήτουλες και ώπα και υπεράριθμοι και αντιπαραγωγικοί και καλοπληρωμένοι και διακοπάκηδες και μαύρα πρόβατα και μιάσματα και καναπεδάκηδες και ωχαδερφίστικα ζόμπι.  Αχάριστοι όμως όχι.