τζάνκι

Ξενώνες με παράξενα ονόματα, πέτρινα και ξύλινα δωμάτια, κρύο έξω, μέσα ζέστη, κρασιά, τσιμπολόγημα, σιωπές, κουβέντες, γέλια, γαμήσια, βόλτες, ψιλόβροχο, ξενύχτια, ανοιχτά παράθυρα να φύγει η μυρωδιά απ’ τα τσιγάρα σου, βγαλμένα ρολόγια, μουγκά κινητά, τσίπουρα και τσάγια, καφέδες σκέτοι, το ρούχο σου που μυρίζει όπως όταν ήσουν εικοσιπέντε, μια αγκαλιά ξύλα, μαρμελάδα πορτοκάλι, παρκαρισμένα αυτοκίνητα με άγνωστες πινακίδες στην πλατεία, ησυχία, το μόνο που ακούγεται είναι οι ψιχάλες που χτυπάνε στην κουκούλα μου, πριν χρόνια ακουγόταν ένα ντουπ ντουπ κάτω απ’ τα πουλόβερ μας, σήμερα τα πουλόβερ βγαίνουν με ηχομόνωση, καθαρά παπλώματα, πολλά μαξιλάρια, σαν κρεβάτι-οχυρό, θα επιτεθείς και θα συνθηκολογήσω, σκαλιά για πάνω, ανεβαίνεις και χαζεύω τα πόδια σου, θέλω να γίνω σκαλοπάτι και να κάτσεις πάνω στο στόμα μου γυμνή, και πάπλωμα να γίνω δεν με χαλάει, λέρωσες το σεντόνι, δε με νοιάζει..δικά μου είναι, ένα πουλί στο παράθυρο μας κοιτάει λοξά, ένα πιάτο φασολάδα με ένα κουτάλι, ο ταβερνιάρης μας κοιτάει πιο λοξά απ’ το πουλί, μυρωδιά από βρεγμένα φύλλα στο μονοπάτι, το μόνο μέρος στον κόσμο -μαζί με τα ανοιχτά πόδια σου- που αναβλύζει μύρο, βγαλμένα γάντια για να πιάνω χέρι μέσα στην τσέπη σου, περίπτερο πουθενά, η γιαγιά στο καφενείο-μπακάλικο, δεν πουλάω τσιγάρα ψυχή μου, σπίρτα μόνο, στο ‘λεγα να πάρουμε τσιγάρα απ’ το δρόμο, το τελευταίο μισό-μισό, εντάξει; ένα τσίπουρο ακόμη, δύο, τρία, λάβα που κατεβαίνει βασανιστικά ως το στομάχι σου, ως τα -ωραία κομμένα- γόνατα, μια κονσέρβα ντακόρ πλάι στη σόμπα με δυο φέτες χτεσινό -δανεικό απ’ τη γιαγιά- ψωμί, πόδια που στεγνώνουν στη φωτιά, για κατευόδιο ένα λουκάνικο στο χέρι που έκαιγε πιο πολύ απ’ τα κάρβουνα, έξω λίγο φως, μέσα σβηστό φως, αναμμένα ξύλα, τώρα θα επιτεθώ εγώ και θα παραδοθείς εσύ, παίζουμε τα στρατιωτάκια αλλά όχι αμίλητα, ούτε αγέλαστα, μη μου σπας πάλι τα νεύρα με το λερωμένο σεντόνι, οι επόμενοι θα κοιμηθούν σε καθαρό, χέστηκα για τους επόμενους, χέστηκα για τους προηγούμενους, τώρα είναι τώρα, αρκεί αυτό.

Μια, δυο βραδιές, ένα σακ βουαγιάζ, μια αλλαξιά, τρία διόδια,  μισή ντουζίνα χαπάκια, δέκα ρυτίδες και χίλιες -παραπάνω είναι αλλά ποιός κάθεται να μετράει- γκρίζες τρίχες μακριά.

Είμαι σε καλό δρόμο. Φράγκο τσακιστό δεν έχω, πτώχευσα παντοιοτρόπως προ πολλού, μα δεν μπορώ να απεξαρτηθώ απ΄τους παλιούς χειμώνες. Δεν θέλω κιόλας. Εκεί έμεινα και δε λέω να ξεκολλήσω, κοντά στο τζάνκι, να μου λέω παραμύθια.

——————–

λεφτά δεν υπάρχουν, να ξοδέψουμε τις τελευταίες λέξεις που μας έμειναν πριν τις αποχωριστούμε κι αυτές