strange museum

wet-pavement-on-manhattan-street-corner-robert-englebright

Βγήκε από κείνη τη φαρδιά γυάλινη πόρτα που έγραφε απ΄έξω «Διαγνωστικό Κέντρο». Περασμένες εννιά το πρωί. Περασμένα εξήντα. Μόνος του. Έξη μέτρα μακριά μου.

Τον είδα να ανοίγει τον μεγάλο φάκελο και να βγάζει το μόνο λευκό που υπήρχε μέσα. Εκείνο που πολλές φορές είναι πιο κατράμι κι από τα φιλμ των σωθικών σου. Το χειρότερο, ήθελα να του φωνάξω, που μπορείς να κάνεις, το χειρότερο. Δεν διαβάζεις πορίσματα στο δρόμο, μπορεί ξαφνικά να πέσει ο ουρανός στο κεφάλι σου και να μη ξανασηκωθείς ποτέ.

Σταμάτησε στη γωνία στο πεζοδρόμιο. Ένα βήμα μακριά από τη διάβαση. Και διάβαζε. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσην ώρα διάβαζε και τι καταλάβαινε, δεν ξέρω καν τι είχε μέσα αυτός ο φάκελος. Πνευμόνια, κόκκαλα, αγγεία, συκώτι, μυαλά, πάγκρεας. Αν κρίνω από το παγωμένο του πρόσωπο, όμως, κάτι βαρύ. Ήδη το δεξί χέρι κρεμόταν κάτω, ξέψυχο, κρατώντας τον φάκελο. Μόνο το αριστερό άντεχε να στέκεται στο ύψος του για να βοηθάει το σκυμμένο κεφάλι και τα μάτια να διαβάζουν.

Για μια στιγμή σκέφτηκα να κλείσω το παράθυρο, μπας και θολώσουν λίγο τα τζάμια και δεν τον βλέπω. Το χέρι αδιαφόρησε για την εντολή. Έκλεισα τη μηχανή, άγνωστο γιατί, ίσως ελπίζοντας ν’ ακούσω το ντουπ ντουπ που έβγαινε από μέσα του και μπορέσω να το μεταφράσω.

Από την ίδια πόρτα βγήκε ένα ζευγάρι, αν άθροιζες τα χρόνια και των δυο τους δύσκολα θα ξεπέρναγες τα δικά του. Κρατούσαν κι αυτοί, εκείνη δηλαδή, έναν άσπρο φάκελο στα χέρια. Δεν τον άνοιξαν καν, βγήκαν έξω, στο πεζοδρόμιο μπροστά του και φιλήθηκαν. Στόμα με στόμα. Πολύ. Και ξανά. Σχεδόν το άκουγα, σχεδόν το ζήλεψα αυτό το λυτρωτικό φιλί.

Στεκόταν ακριβώς μπροστά του και μου κρύβαν τη θέα. Μόνον όταν τα στόματά τους χωριζόντουσαν –για λίγο, πολύ λίγο- έβλεπα το σκυμμένο κεφάλι πάνω απ το άσπρο χαρτί. Μετά πάλι ενώναν τα χείλια τους και τον ξανάχανα. Αυτό δεν ξέρω πόσο κράτησε, ίσως μισό λεπτό, ίσως ένα, ίσως ακόμη πιο λίγο, στόματα που ενώνονταν, στόματα που χωρίζανε. Κι ανάμεσά τους ένα σκυμμένο κεφάλι που διάβαζε. Δεν θα μάθαινα ποτέ τι. Δεν θα ‘θελα να ξέρω κιόλας.

Εκείνο που σίγουρα ξέρω είναι πως ούτε ο Κλιμτ, ούτε ο Doisneau αξιώθηκαν ποτέ να βάλουν τέτοιας ποιότητας φιλί σε κάδρο. Τόσο μπερδεμένο, τόσο σκληρό και υγρό μαζί. Αμφιβάλλω αν ακόμη κι ο ίδιος ο Rodin θα τολμούσε να σκαλίσει εκείνο το σκυμμένο κεφάλι πίσω. Που όταν σηκώθηκε και κοίταξε ψηλά, στον ουρανό που ακόμη κρεμόταν κουτσά στραβά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, δεν είμαι βέβαιος αν είπε -και σε ποιόν- «γιατί;» ή «ευχαριστώ».

 

 

#

Οtto Dix days

29079684

 

Σήμερα νωρίς το πρωί, πάλευε να βγει ήλιος κάπου ανατολικά (αυτό δεν το άλλαξαν, ακόμη). Δεν τα κατάφερε, μου φαίνεται λίγο απροπόνητος κι ανήμπορος τον τελευταίο καιρό. Σε λιγότερο από τρία λεπτά χλώμιασε και -μάλλον- ξάπλωσε για να πάρει πάνω του, ελπίζω να αντέξει να κάνει λίγα χλιαρά βήματα προς τα πάνω μας μέσα στη μέρα. Στη διαδρομή λάμπες αναμμένες, σβηστές, σπασμένες, αυτοκίνητα με σκοτεινά χρώματα και φώτα με τσίμπλες. Μέσα σκοτεινά ρούχα, ντύνουν πνιγμένους στις σκέψεις τους ανθρώπους. Θα ΄θελα πολύ να μάθω τι ακούνε κλεισμένοι στις λαμαρίνες. Ελπίζω όχι φωνές. Στο τελευταίο κόκκινο φανάρι, στα σύνορα της πόλης, μετράω τρία κορεάτικα, τρία γερμανικά, δυο ιταλικά, ένα γαλλικό και δυο σκουριασμένα -χωρίς πατρίδα- στη σειρά, το ένα πίσω και δίπλα απ΄τ΄άλλο.

Σε δυο λεπτά άναψε πράσινο και φρρρρρ….χαθήκαμε όλοι δεξιά κι αριστερά, σαν κάργες που ψάχνουν το πρωινό ψίχουλο για να το πάνε πίσω στη φωλιά.

Ευτυχώς κοντεύουν χρονιάρες μέρες και θα μπορέσουμε, οι τυχεροί, να βάλουμε ένα καλύτερο κάδρο στα πρωινά μας. Για να μη μας τρομάζουν όταν στέκονται αφτιασίδωτα εκεί απέναντι..

51% Σάββατο

29008399

Πριν τα ντουβάρια στο σπίτι αρχίσουν να σφιχταγκαλιάζονται, παίρνω τους δρόμους. Μπορώ, ακόμη, να κυκλοφορώ  χωρίς να χρειάζεται να έχω πρόχειρα κέρματα στην τσέπη για διόδια πεζοδρομίων. Άλλο αν τα χρυσοπληρώσαμε. Και συνεχίζουμε να τα πληρώνουμε, χωμένα μέσα σε Διαύγειες και ποιότητες ζωής που ραγίσαν ελλείψει κονδυλίων. Ωραίες λέξεις. Μπορώ να φτιάξω καλύτερες, χωρίς -όμως- να τις χρεώσω σε κανέναν.

Δέκα βήματα μακριά απ΄την εξώπορτα το φαρμακείο της γειτονιάς. Σηκώνω το δεξί χέρι, χαιρετάω το χαμογελαστό κορίτσι με την άσπρη ποδιά, μέσα. Κάνει το ίδιο, κρατώντας στο χέρι της ένα κουτί με συμμετοχή 25%. Κάνει κρύο. Φοράω γάντια. Για ένα δευτερόλεπτο νιώθω Tommie Smith. Εκείνη δεν είμαι βέβαιος αν παριστάνει τον John Carlos. Αμφιβάλλω αν τον ξέρει, αν άκουσε ποτέ κάτι γι αυτόν. Μάλλον όχι, αν κρίνω από το ότι δεν σήκωσε το αριστερό. Βάζω γρήγορα το χέρι στην τσέπη, διώχνω τις σκέψεις. Δεν σε στέλνουν σε βάθρο. Το πολύ πολύ να σε στείλουν σε Ladose ή Xanax.

Μετά, πενήντα μέτρα πιο κάτω, το κομμωτήριο. Το ‘χω χωνέψει πως η Mathilde δεν ζει πια εδώ. Eίναι ωραία γυναίκα η κομμώτρια, απ’ αυτές που ζεματάνε, μα έχει κι αυτή τα ζόρια της. Παλιά, κάθε Σάββατο, ουρά στην αναμονή ανάμεσα σε κλεισμένα από μέρες ραντεβού, απ’ τις εννιά το πρωί ως τις έξη και τις εφτά το απόγευμα. Τώρα ο χρόνος έχει συσταλεί. Η ουρά κόπηκε απ’ τη ρίζα. Τα ραντεβού δεν γεμίζουν πια ούτε μισό ποστ-ιτ. Με αχτένιστη ψυχή δεν σε μάραναν και δέκα αχτένιστες τρίχες. Αν και η σχωρεμένη η γιαγιά μου -που δεν πέρασε ποτέ κατώφλι κομμωτήριου- συνήθιζε να λέει «αφού οι άντρες είστε τόσο τρίχες, πίσω από τρίχες σέρνεστε». Τότε δεν υπήρχαν καράβια, μάλλον. Όμως όσο άδειες και να είναι οι πολυθρόνες και οι καρέκλες, πάλι περισσότερο κόσμο θα δεις εκεί μέσα απ’ ότι στο γαλατάδικο διαγώνια. Εκεί μπαίνει ο κόσμος, παίρνει ενάμιση πράγμα στο χέρι και φεύγει σχεδόν σαν κυνηγημένος. Είτε από ντροπή για το δίευρο που κουβαλάνε, είτε από πίκρα για τη σοκολάτα που έμεινε στο ράφι «άσε, θα ξανάρθω το απόγευμα, να δω και τι άλλο μου λείπει», είτε από φόβο μη τυχόν και τους πιάσει κάποιος άλλος τη θέση στο πεζοδρόμιο και χάσουν τη σειρά τους πάνω στον μακρύ, ίσιο, ίδιο κι απαράλλακτο μονόδρομο για το σπίτι. Εκεί που, αν είναι τυχεροί, κάτι θα καίει. Μάτι στην κουζίνα, ξυλόσομπα, κλιματιστικό, κανένα αερόθερμο. Κι ένα πιτσιρίκι που περίμενε κατιτίς αλλά δεν θα ρωτήσει «δεν έφερες;» αφού έμαθε να ρωτάει όλο και πιο λίγα γι αυτά τα μονόμπαντα και στριφνά μαθηματικά της αφαίρεσης. Γιατί νομίζεις δηλαδή ότι τις λένε μπίτερ τις σοκολάτες, ακόμη και τις γάλακτος;

Κοιτάζω ψηλά, προς τους τρίτους και τους τέταρτους όροφους, ξαναδιώχνω τις σκέψεις πριν γίνουν μαγκάλια. Ο ουρανός ανάμεσα στα τσιμέντα είναι καθαρός, έχει ήλιο. Με δόντια, μα όλα έχουν δόντια πλέον. Και δεν τα δείχνουν μόνο, δοκιμάζουν σάρκα κιόλας. Στο καθαριστήριο απέναντι βλέπω καθαρά τα σημάδια απ΄τη δαγκωνιά. Σάββατο λίγο πριν τις δώδεκα και κλειστό,  φώτα σβηστά, ψυχή. Μόνο κρεμάστρες με ρούχα μέσα σε σακκούλες, μακριά απ’ τα αφεντικά τους. Παρατημένα εκεί μήνες. Δεν είναι παιδιά, θα πεις, πανιά είναι. Ναι αλλά μ΄αυτά πέρασες φουρτούνες και χαρές και συμπληγάδες και σκύλες και χάρυβδες και γάμους και βαφτίσια, μ΄αυτά τα πανιά. 80% βισκόζη, 20% βαμβάκι. 100% απώλεια.

Ξαναβγάζω το χέρι απ’ την τσέπη. Το φέρνω στο αυτί. «Ναι, για κει πάω τώρα. Όχι, δεν το ξέχασα». Ψέμα. Πιάνω άλλη γνώριμη ρότα στο πεζοδρόμιο, δίπλα σε κλειστά μαγαζιά και ανοιχτές πληγές, πέντε λεπτά δρόμος μέχρι το ασανσέρ και το κουμπί που γράφει τρίτος όροφος. «Έτοιμες είναι;». Μ΄αρέσουν οι μικροβιολόγες που σε κοιτάζουν με χαμογελαστά μάτια χωρίς να λένε τίποτε. Το πιο καθαρό, βουβό και φλύαρο μαζί «όλα εντάξει, όλα μια χαρά» σ’ όλο το γαλαξία. Τους αγαπώ αυτούς τους ανθρώπους που σου δίνουν ανάσες με 15% συμμετοχή. Ειδικά όταν ξεχνάνε να κλείσουν δυο κουμπιά στο άσπρο στενό πουκάμισο κάτω απ΄την άσπρη, 100% αυστηρή ποδιά τους.

Είναι φορές που -ντρέπομαι, μα θα το πω- νομίζω πως αυτά τα ορφανά  κουμπιά είναι τα ψιχουλάκια, για να βρω το άλλο 49% που λείπει..

οι μοδίστρες

Μετά από χρόνια περισυλλογής, ψεύτικων αποφάσεων και αναβολών, οι άνθρωποι το πήραν απόφαση να ξανασχεδιάσουν το πατρόν τους από την αρχή.

Κι αν δεν έβγαινε όπως το λογάριαζαν, αν τους έλεγαν «πολλά ζητάτε, δεν πήρατε χαμπάρι πως αλλάξαν οι καιροί;» θα το έκοβαν στα περισσεύματα για να τους ταιριάξει. Τα βράδια, για να ντρέπονται λιγότερο, θα κόβαν ακόμη και όσα δεν περίσσευαν. Ήταν αποφασισμένοι αυτό το χειμώνα να φορέσουν ξανά τη ζωή τους πάνω τους. Κουτσή, στραβή, κομμένη, στενή, ξηλωμένη, ξεφτισμένη, παρτάλι, αγνώριστη, όπως και να ‘ταν.

Αλλά γυμνοί δεν θα βγαίναν έξω την επόμενη άνοιξη. Τέτοιαν χαρά δεν θα προσφέραν στα μάτια των ντυμένων που σιγά σιγά, εδώ και καιρό μαζεύαν τα μολύβια και τα ψαλίδια από κάθε σπίτι, μα γνώριζαν πως όσα και να μαζέψουν, ένα μολύβι κι ένα παλιοψάλιδο πάντα θα είναι καταχωνιασμένα κάπου μέσα μας. Για καλό και για κακό.

 

 

τζάνκι

Ξενώνες με παράξενα ονόματα, πέτρινα και ξύλινα δωμάτια, κρύο έξω, μέσα ζέστη, κρασιά, τσιμπολόγημα, σιωπές, κουβέντες, γέλια, γαμήσια, βόλτες, ψιλόβροχο, ξενύχτια, ανοιχτά παράθυρα να φύγει η μυρωδιά απ’ τα τσιγάρα σου, βγαλμένα ρολόγια, μουγκά κινητά, τσίπουρα και τσάγια, καφέδες σκέτοι, το ρούχο σου που μυρίζει όπως όταν ήσουν εικοσιπέντε, μια αγκαλιά ξύλα, μαρμελάδα πορτοκάλι, παρκαρισμένα αυτοκίνητα με άγνωστες πινακίδες στην πλατεία, ησυχία, το μόνο που ακούγεται είναι οι ψιχάλες που χτυπάνε στην κουκούλα μου, πριν χρόνια ακουγόταν ένα ντουπ ντουπ κάτω απ’ τα πουλόβερ μας, σήμερα τα πουλόβερ βγαίνουν με ηχομόνωση, καθαρά παπλώματα, πολλά μαξιλάρια, σαν κρεβάτι-οχυρό, θα επιτεθείς και θα συνθηκολογήσω, σκαλιά για πάνω, ανεβαίνεις και χαζεύω τα πόδια σου, θέλω να γίνω σκαλοπάτι και να κάτσεις πάνω στο στόμα μου γυμνή, και πάπλωμα να γίνω δεν με χαλάει, λέρωσες το σεντόνι, δε με νοιάζει..δικά μου είναι, ένα πουλί στο παράθυρο μας κοιτάει λοξά, ένα πιάτο φασολάδα με ένα κουτάλι, ο ταβερνιάρης μας κοιτάει πιο λοξά απ’ το πουλί, μυρωδιά από βρεγμένα φύλλα στο μονοπάτι, το μόνο μέρος στον κόσμο -μαζί με τα ανοιχτά πόδια σου- που αναβλύζει μύρο, βγαλμένα γάντια για να πιάνω χέρι μέσα στην τσέπη σου, περίπτερο πουθενά, η γιαγιά στο καφενείο-μπακάλικο, δεν πουλάω τσιγάρα ψυχή μου, σπίρτα μόνο, στο ‘λεγα να πάρουμε τσιγάρα απ’ το δρόμο, το τελευταίο μισό-μισό, εντάξει; ένα τσίπουρο ακόμη, δύο, τρία, λάβα που κατεβαίνει βασανιστικά ως το στομάχι σου, ως τα -ωραία κομμένα- γόνατα, μια κονσέρβα ντακόρ πλάι στη σόμπα με δυο φέτες χτεσινό -δανεικό απ’ τη γιαγιά- ψωμί, πόδια που στεγνώνουν στη φωτιά, για κατευόδιο ένα λουκάνικο στο χέρι που έκαιγε πιο πολύ απ’ τα κάρβουνα, έξω λίγο φως, μέσα σβηστό φως, αναμμένα ξύλα, τώρα θα επιτεθώ εγώ και θα παραδοθείς εσύ, παίζουμε τα στρατιωτάκια αλλά όχι αμίλητα, ούτε αγέλαστα, μη μου σπας πάλι τα νεύρα με το λερωμένο σεντόνι, οι επόμενοι θα κοιμηθούν σε καθαρό, χέστηκα για τους επόμενους, χέστηκα για τους προηγούμενους, τώρα είναι τώρα, αρκεί αυτό.

Μια, δυο βραδιές, ένα σακ βουαγιάζ, μια αλλαξιά, τρία διόδια,  μισή ντουζίνα χαπάκια, δέκα ρυτίδες και χίλιες -παραπάνω είναι αλλά ποιός κάθεται να μετράει- γκρίζες τρίχες μακριά.

Είμαι σε καλό δρόμο. Φράγκο τσακιστό δεν έχω, πτώχευσα παντοιοτρόπως προ πολλού, μα δεν μπορώ να απεξαρτηθώ απ΄τους παλιούς χειμώνες. Δεν θέλω κιόλας. Εκεί έμεινα και δε λέω να ξεκολλήσω, κοντά στο τζάνκι, να μου λέω παραμύθια.

——————–

λεφτά δεν υπάρχουν, να ξοδέψουμε τις τελευταίες λέξεις που μας έμειναν πριν τις αποχωριστούμε κι αυτές