
Κυριακή, 22 Μαίου
αγαπημένο μου βλογ
σχεδόν καλοκαίργιασε, το καταλαβαίνω απ’ τα κοινόχρηστα
άρχισα να κσυπνάω πολύ νωρίς τις κυριακές, πριν καν οι παπάδες φορέσουν τα άμφια, σήμερα δηλαδή κσύπνησα νύχτα και μες στη σκέπση μου άναπσαν φώτα, δεν ηύρα πού ήταν το κουτί με τον καφέ και τα πήρα πολύ άσχημα που όλα τα τιμαρέβει χωρίς να με ειδοποιήσει, δεν την κσύπνησα μα την τιμώρησα αφήνοντάς την μόνη της στην άδεια κάμαρα, στ’ άδειο κρεβάτι, για να ρίκσω την πίεση που σίγουρα πήγε δεκάκση άπλωσα την ώρα που κσημέρωνε ένα πλυντήριο με σκούρα, άμα προλάβω, άμα, θα βγάλω τα φυτά απ το διάδρομο έκσω στο μπαλκόνι να τα δει και ήλιος, όχι μόνο η Σεγκιούλ -η σφουγκαρίστρα της οικοδομής- , συρτά θα τα βγάλω γιατί αν ακούσω «κρακ» από τη μέση -σαν πέρσι- τους χάσαμε τους σπόνδυλοι, μετά θα γυαλίσω τραπεζάκια, καρέκλαι και κάγκελα, άμα προλάβω, άμα, θα ρίκσω ένα όρθιο πλύσιμο στα μπαλκόνια γιατί δεν θέλω να σέρνομαι στα τέσσερα σφουγκαρίζοντας σαν τη δούλα και να με προγκάν τα γειτόνια, αντάουμπντεντλι θα με σοδομίσει η αλλεργία μου με τόση γύρη και σκόνη και θα μεταμορφωθώ σε άνθρωπο-πασχαλίτσα, κσέχασα να δγιαβάσω το σημείωμα που άφησε για να βγάλω αποβραδίς τον κιμά απ την κατάπσυκση αλλά εφτυχώς το μεσημέρι με τραπεζώνει εκσω το αδέρφι μου και μετά επιστρέφω για τα μπίζνες ες γιούζουαλ, έχω να απλώσω κι ένα πλυντήριο λεφκά, με τα παπάτζω ck μπροστά μπροστά για να γυαλίσει το μάτι της κσινής απέναντι
ούτε χτες έφαγα σπιτικό φαΐ, ντάλα μεσημέρι πλακωθήκαμε στα τσίπουρα και στα σουτζούκια και στα τυροκαφτερά «κάτω», είχα καιρό να χτυπήσω κάρτα κι ο καφετζής έκανε λίγα μούτρα λέγοντας «απ’ τον επιτάφιο έχω να σε δω ρε» αλλά κσίδι είχε, ας έπινε, δυο καρέκλαι -μονίμων θαμώνων, ευγενών γερόντων- εκατέρωθεν της πύλης του καφενέ ήτο ντιπ κενές τιμής ένεκεν, ο ένας πέθανε την Πέμπτη και τον έτερον τον έθαπσαν στις δώδεκα, θεός σχωρέστους μποθ, το έπιασα το υπονοούμενο με τον επιτάφιο
αν και άνετα πίνουμε άνεφ αφορμής, ήπιαμε εις μνήμην αυτών και των μισθών μας και εις υγείαν μας και υπέρ υγείας των πέριξ ημών, ομοτράπεζων και ομόκλινων, για τους εχθρούς μας και τους κυβερνητικούς τους νυν και τους πρώην είπαμε «να πσοφήσουν οι γαμιόληδοι» και μετά το κάναμε πουέρτα ντελ σολ από την αγανάχτηση και τα μπινελίκια, εκεί που κόντεβε να πέσει η κυβέρνηση το κόπσαμε γιατί δεν κσέραμε τι λέει ο πάσχος επ’ αφτού και χωρίς καθημερινή καθοδήγηση δεν ξεκινάμε ούτε για κατούρημα, όχι επανάσταση
μετά ήρθαν δυο βούλγαροι με ένα ακορντεόν κι ένα κεσέ από γιαούρτι για τα τιπς, έπαικσαν ένα τακσίμι και μετά αρχίνησαν θλιβερό μπάλκαν σουίνγκ κι ένας από μας, ο πιο κσύπνιος, είπε «μπάστα γειτόνια, αν είναι να τις κόπσουμε τις φλέβες τις κόβουμε και με πλιάτσικα», οι υπόλοιποι τον κοιτάκσαμε λοκσά γιατί σιγά μη κσέρουν οι σμόλιαν τζίπσις τι είναι ο φίλιππας, κάτι τέτοια κσιπασμένα εφκολάκια κάνουμε με τους κσένους και δη τους καλλιτεχνικούς μετανάσται και κανείς δεν μας χωνέβει μετά
επειδή μερικά χαϊβάνια ηπγιαμε λίγο παραπάνω είπαμε να μη το κσανακάνουμε σύντομα γιατί χαΐρι δεν θα δούμε με τέτοια κσύδια, άμα είσαι πεντήκοντα το σκώτι σου νταλντίζει πιο έφκολα κι άμα μπλέξεις με ακσονικές πάει η βάρκα, μπάταρε
τρεις και δέκα ακριβώς πέρασε ανάμεσα μας, όπως ήμασταν σπαρμένοι σαν τους μαϊντανούς στις καρέκλαι, μια ωραία γυναίκα, μια άγνωστη με ωραία πόδγια και ωραίαι γόβαι και ωραίο κραγιόν και άλλα ωραία χαρίσματα μέσα και έκσω, κυρίως έκσω, και δεν μίλησε κανείς μας
κιχ
ούτε σ’ αφτήν μιλήσαμε γιατί σε άγνωστες που κουβαλάνε σακούλες με πσώνια που γράφουν ζάρα δεν μιλάμε, μόνο από μακς μάρα και πάνω, άμα είναι ιντιμίσιμι ή λα πέρλα σηκωνόμαστε απ’ τις καρέκλες και βαράμε προσοχή, άμα προλάβουμε, άμα
μετά όμως ήπγιαμε εις υγείαν και εκείνης και της άγνωστης αγαπημένης ενός εκάστου, όχι της επίσημης, της άλλης, που τόσα χρόνια είναι χαμένη
πάω να πσάκσω τον καφέ, πικρόν θα τον πγιώ, κσέχασα τι άλλο ήθελα να πω και να γράπσω καθώς κσάφνου μέσα στη σκέπση μου σβήσαν τα φώτα γιατί το παράχεσε η ΔΕΗ, ας περιμένουν και οι γυναίκες κι ο φύκος και οι φόροι κι ο ρεν κι ο μπιθικώτσης
άμα κσαναδιαβάσω εγώ Πετεφρή πριν κοιμηθώ, να μου τρυπήσεις το @